Πότε θα καταλάβει η (κέντρο)αριστερά σε ποιους πρωτίστως απευθύνεται;


Του Θέμη Τζήμα

Στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου του 2023 η συμμετοχή ήταν 53,74%. Στις εθνικές εκλογές του 2019 ήταν 57,78%. Στις εθνικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, η συμμετοχή ήταν 63,94%. Στις εθνικές εκλογές του Οκτωβρίου του 2009 ήταν 70,95%. Και στις εθνικές εκλογές του 1981 (για να πάμε στα κάπως πιο παλιά), η συμμετοχή ήταν 78,61%.

Κοινώς μέσα σε 40 χρόνια η συμμετοχή από το σχεδόν 80% έπεσε στο σχεδόν 50%. Ή για να το θέσουμε με άλλους όρους, σύμφωνα με τη διπλωματική εργασία του κου Μαγκλαβέρα Κωνσταντίνου στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, από το 2009 έως το 2019, η αποχή εκτοξεύθηκε από το 29,15% στο 42,22% (σελ. 27). Στην ίδια εργασία αποτυπώνεται το συμπέρασμα ότι ένα μεγάλο μέρος όσων απέχουν, απέχουν μακρόχρονα και σταθερά από τις εκλογές. Από εκλογικής απόψεως έχουν επιλέξει (αυτοκαταστροφικώ τω τρόπω) να μην έχουν φωνή για πολύ καιρό.

Κοινώς, έχουμε (και) σε επίπεδο αριθμών την αποτύπωση ενός αστικού κοινοβουλευτισμού ο οποίος (κάκιστα) όχι μόνο υπηρετεί τους λίγους, όχι μόνο καθοδηγείται από ακόμα λιγότερους αλλά και κινείται θεσμικώς από ένα μικρό μέρος της ελληνικής κοινωνίας, εντός του οποίου καθορίζει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και επομένως την κυβέρνηση, ένα ελαχιστότατο τμήμα του συνολικού εκλογικού σώματος και λαού.

Η σημερινή (Κέντρο)αριστερά

Για όποιον παρακολουθεί την προεκλογική εκστρατεία του ΠΑΣΟΚ-Ανδρουλάκη, του ΣΥΡΙΖΑ-κόμματος Κασσελάκη, αλλά και μικρότερων σχηματισμών κυρίως από την Αριστερά, η άρνηση αντιμετώπισης αυτής της πραγματικότητας λόγω της “βολικής αγκαλιάς” του συστήματος εξουσίας προς τις κομματικές γραφειοκρατίες είναι προφανής και εντελώς αποκαρδιωτική. Τόσο τα κόμματα κεντρικώς, όσο και το μεγαλύτερο μέρος των υποψηφίων, συνεπακόλουθα βρίσκονται σε πλήρη αδυναμία προσέγγισης των κοινωνικών στρωμάτων τα οποία είτε απέχουν, είτε ακολουθούν αντικειμενικώς αδιέξοδες, τυχοδιωκτικές και συστημικές στην ουσία τους επιλογές.

Τα νέα στρώματα μη-προνομιούχων, σε αντίθεση με όσα συνέβησαν σε καταλυτικό βαθμό το 1981 και σε μικρότερο αλλά επίσης καταλυτικό βαθμό την περίοδο 2012-2015 δε συνομιλούν με την (Κέντρο)αριστερά, δεν την εμπιστεύονται και δικαίως θεωρούν ότι δεν έχει (ουσιαστικές τουλάχιστον) διαφορές με τη Δεξιά. Μπορεί η συμπεριφορά τους να είναι αυτοκαταστροφική και αδιέξοδη, συχνά δεδομένου ότι δε διοχετεύεται ούτε σε κάποιον επαναστατικό, ούτε σε κοινοβουλευτικό δρόμο, αλλά ως προς το αισθητήριό της είναι ορθή.

Με αφετηρία το 1996 και τον εκσυγχρονισμό και με απόλυτο τρόπο στην αφετηρία της συνεχιζόμενης μνημονικής περιόδου (2010-2015), πρώτα το ΠΑΣΟΚ και έπειτα ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχτηκαν όλη την εξωτερική και εσωτερική πολιτική του συστήματος εξουσίας (ξένου και ντόπιου) την οποία μέχρι τότε πρωτίστως εξέφραζε η Δεξιά.

Επί σημιτικού εκσυγχρονισμού και κατόπιν επί ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα, η ανόητη, κοντόφθαλμη και καταστροφική ιδέα του μεγαλυτέρου μέρους των κομματικών γραφειοκρατιών και ηγεσιών, με λίγες εξαιρέσεις οι οποίες σύντομα εκπαραθυρώθηκαν, ήταν ότι θα μπορούσε η (κέντρο)αριστερά να εφαρμόζει με πιο “ευαίσθητο” τρόπο δεξιές πολιτικές και έτσι να “ψωνίζει” εκλογικώς και από τις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος.

Φυσικά, το αποτέλεσμα ήταν τελικώς να διαλυθούν το ένα μετά το άλλο και τα δύο κόμματα, μέσα στη γενικευμένη κοινωνική απαξίωση και αδιαφορία, η οποία “σπάει” εν μέρει μόνο χάρη σε ακριβοπληρωμένες επικοινωνιακές εκστρατείες, με βραχύβια πάντα αποτελέσματα. Η (κέντρο)αριστερά δε θα ανακάμψει σε καμία περίπτωση με τη σημερινή ιδεολογική, προγραμματική, οργανωτική και στελεχιακή της κατάσταση.

Μπορεί η (κέντρο)αριστερά να γίνει ηγεμονική δύναμη;

Μπορεί αν καταρρεύσει η Δεξιά για κάποιους λόγους, να διαδραματίσει έναν ορισμένο ρόλο στην κυβέρνηση αλλά δε θα καταστεί ποτέ ξανά υπό τις παρούσες συνθήκες ηγεμονική δύναμη. Ακόμα χειρότερα, η σημερινή (κέντρο)αριστερά δεν έχει καμία διάθεση να καταστεί εκ νέου ηγεμονική δύναμη. Βολεύεται μια χαρά ως εφεδρεία του συστήματος εξουσίας, ακόμα και σε μία γωνία αυτού. Εξ ου και αρνείται να δει ότι το όλο πλαίσιο μέσα στο οποίο δομήθηκε ιστορικώς, έχει αναιρεθεί.

Ούτε ψυχρό πόλεμο έχουμε (με την καταπιεστική σταθερότητά του), ούτε αναμφισβήτητη (έστω φαινομενικώς) αμερικανοκρατία αλλά αναδυόμενο πολυκεντρισμό με ολοένα μεγαλύτερη τουρκική ισχύ. Η ΕΕ δεν είναι ισχυρή και ούτε καν ιδιαιτέρως σημαντική σε πλανητική κλίμακα. Η σταθερή ευρωπαϊκή ειρήνη έχει δώσει τη θέση της στην Ευρώπη-θέατρο ενός σπονδυλωτού παγκοσμίου πολέμου. Η γενική ικανοποίηση από το κεϋνσιανό κράτος έχει δώσει τη θέση στη γενική δυσφορία και γενικευμένη (πλην όχι πολιτικώς εκφραζόμενη) οργή για τον αντικοινωνικό νεοφιλελευθερισμό.

Η διαπλοκή έχει “αναβαθμιστεί” σε μαφιόζικη και κλεπτοκρατική ολιγαρχία. Η κοινωνική στράτευση (έστω με κυμαινόμενη διάθεση δράσης) έχει αντικατασταθεί από την αποστράτευση ως προς την κατεξοχήν και επίσημη πολιτική προς όφελος υπογείων και κατατμημένων πολιτικών συμπεριφορών. Η οργανωτική σχέση των κομμάτων με την κοινωνία μέσω οργανώσεων μαζικών χώρων έχει καταρρεύσει με απομεινάρια μόνο των κάποτε ισχυρών οργανώσεων να επιβιώνουν.

Μπορεί η αφετηρία αυτής της κατάστασης να αμφισβητείται, ωστόσο η συμπύκνωση και η κορύφωσή της είναι πασιφανής: είναι η περίοδος του “βαθέος μνημονίου” 2010-2015, με τη συνέχεια έως σήμερα, μάλλον να επιδεινώνει την κατάσταση της (κέντρο)αριστεράς παρά να τη βελτιώνει. Στις ηγετικές ομάδες της (κέντρο)αριστεράς εντοπίζεται λόγω τόσο των εξαρτήσεων από τον ξένο παράγοντα και την ολιγαρχία, όσο και των αισθημάτων ενοχής, μια εμμονική προσκόλληση στις τότε πολιτικές, επομένως δε και μια υπόρρητη απειλή ότι αν απαιτηθεί, θα κάνουν ξανά μια από τα ίδια. Οι άνθρωποι κοινώς, ούτε θέλουν, ούτε μπορούν να καταλάβουν.

Αναγκαία η “απελευθέρωση” της (κέντρο)αριστεράς

Αν μεν προκύψουν κατακλυσμιαίες αλλαγές οι υπάρχοντες κομματικοί σχηματισμοί θα σαρωθούν και θα διαμορφωθούν καινούριοι. Αν όμως συνεχίσουμε για κάποιο χρόνο στον ίδιο δρόμο των αργών και βασανιστικών μεταβολών τότε καθίσταται αναγκαία η
“απελευθέρωση” τρόπον τινά της (κέντρο)αριστεράς από τους σημερινούς ιδεολογικούς σφετεριστές της.

Είναι πολύ πιθανό και αναγκαίο να δούμε μετά τις ευρωεκλογές ταυτόχρονες κινήσεις σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ από παλιότερα και νεότερα, εντός κι εκτός των τειχών στελέχη, προκειμένου να σε κοντινό χρονικό σημείο να ανατραπούν όχι μόνο οι σημερινές ηγεσίες σε επίπεδο προσώπων αλλά ευρύτερα οι ηγετικές ομάδες και οι κυρίαρχες ιδεολογικές και προγραμματικές τους θέσεις.

Δεν αρκεί όμως αυτό: θα πρέπει να συγχρονιστεί και να κινητοποιηθεί η όποια τέτοια απόπειρα από μια διαδικασία αναζωογόνησης των συνδικάτων, αλλά και της πνευματικής-πολιτισμικής ζωής με βασικό μέσο τη λαϊκή αυτενέργεια και αυτοοργάνωση. Η (κέντρο)αριστερά χρειάζεται τη δική της “απελευθέρωση” από την εφιαλτική-διαλυτική κατάσταση την οποία δημιούργησε το συνεχές κύμα εκσυγχρονισμού-μνημονικών πολιτικών, μέσα από μια ταυτόχρονη και αλληλοτροφοδοτούμενη διαδικασία ανατροπών στο κομματικό και στο κοινωνικό επίπεδο αμέσως μετά από τις ευρωεκλογές. Χρειάζεται να συνομιλήσει εκ νέου οργανικώς με όσες και όσους σήμερα παραμένουν αφανείς. Χρειάζεται να “δει” και να ταυτιστεί με τους νέους μη-προνομιούχους.

Πηγή: SLpress

από dromosanoixtos.gr

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια