Οι εκλογές δείχνουν (και προκαλούν) πολιτική κρίση


Του Θανάση Σκαμνάκη

Η θέα προς τους πίνακες των εκλογικών αποτελεσμάτων κάθε άλλο παρά μονότονη είναι. Μπορεί να μην χρωματίζεται από ακρογιαλιές-δειλινά, περιέχει όμως πάρα πολλές αποχρώσεις, άλλοτε του γκρι, άλλοτε του γαλάζιου, αποτυπώσεις μαύρου και αχνές (δυστυχώς) πινελιές ρόδινου. Σε κάθε περίπτωση είναι ενδιαφέρουσα για όλους εκείνους που θέλουν να βγάλουν χρήσιμα συμπεράσματα, πολιτικής και κοινωνικής συμπεριφοράς, ακόμη κι αν πρόκειται για εκλογές «δεύτερης τάξης» όπως τις λένε οι επικοινωνιολόγοι. Και ίσως γι’ αυτό αποτυπώνουν μια σοφή ισορροπία των ψηφοφόρων, είτε μας αρέσει ως εικόνα είτε όχι.

Θα είναι λοιπόν καλύτερα για όλους, αν τα κόμματα και οι πολιτικοί σχηματισμοί μπορούσαν και ήθελαν να δουν στο βάθος αυτής της εικόνας  για να την ερμηνεύσουν (και να το πουν και στους ανθρώπους, όχι εκείνο το ψυχρό «λάβαμε το μήνυμα» κι όποιος θέλει καταλαβαίνει ό,τι θέλει), αντί να παλεύουν να την χωρέσουν στο εκ των προτέρων διαμορφωμένο δικό τους πλαίσιο (που είναι και βασική αιτία της ανυποληψίας τους).

Κι έτσι λοιπόν οφείλουμε εμείς να κάνουμε τη δουλειά τους (αν και δεν ξέρω με πόση επιτυχία).

Το πολιτικό οικοδόμημα είναι σαθρό; Από ιστορική άποψη είναι. Από πολιτική, μάλλον είναι νωρίς να το πούμε. Μπορούμε όμως να πούμε πως υπάρχει ένα πρόβλημα εκπροσώπησης, κατ’ ουσίαν ένα πρόβλημα λειτουργίας της δημοκρατίας. Βρισκόμαστε μπρος σε μια πρωτοφανή κατάσταση πολιτικής κρίσης χωρίς ισχυρά πολιτικά υποκείμενα, που να αμφισβητούν το σύστημα, και χωρίς ένα συνολικό λαϊκό κίνημα να το θέτει σε δοκιμασία. Αυτή η μεγάλη φθορά, έχει να κάνει πρωτίστως με τις αντιφάσεις του συστήματος. Γιατί η Αριστερά, στις διάφορες εκδοχές της, παραμένει σε αμηχανία.

Αυτής της κρίσης έκφραση είναι και το ψηλό ποσοστό της αποχής.

Φυσικά η αποχή έχει ποικιλία, μπορεί να είναι ένα μέρος αποδοκιμασία, ένα άλλο μέρος αδιαφορία, κάποιο έτσι, το άλλο αλλιώς κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση όμως θέτει ζήτημα νομιμοποίησης, κάθε εκλογικού αποτελέσματος και κάθε πολιτικής εκπροσώπησης.

Τα κόμματα πάντως της αστικής έκφρασης υπέστησαν, τουλάχιστον, στραπατσάρισμα. Μπορούμε να μιλήσουμε για εκλογική ήττα της ΝΔ; Μπορούμε! Και με βάση τον διακηρυγμένο στόχο της, και με βάση τη σύγκριση προς τα εκλογικά ποσοστά των προηγούμενων ευρωεκλογών (750.000 ψήφοι) και των βουλευτικών του 2023 (1 εκατ. ψήφοι).

Ήδη άρχισαν να ακούγονται παραφωνίες εντός του μεγάρου της αυτοπεποίθησης. Δυνάμεις τραβάνε προς τα δεξιότερα, μας στοιχίζουν οι «κεντροαριστερές» ισορροπίες του Κ. Μητσοτάκη, λένε. Το πρόφτασαν ήδη στα τηλεοπτικά πάνελ της Κυριακής και το δουλεύουν συστηματικότερα στη συνέχεια. Πιέζουν για μια πολιτική ακόμη πιο δεξιά, πιο ακροδεξιά για την ακρίβεια, γιατί, λένε, από εκεί υπάρχει η πίεση και οι διαρροές. Γεγονός όμως που δεν επιβεβαιώνεται, καθώς η ποιοτική ανάλυση δείχνει πως η μερίδα της ΝΔ στην αποχή είναι τεράστια ενώ η  διαρροή των ψηφισάντων είναι σχεδόν ισόποση προς τα αριστερά (15%) και τα δεξιά (12,5-13%). Και ο Σαμαράς τι θα κάνει καθώς έχει πάρει την πάσα;

Ουσιαστικά, την Κυριακή των εκλογών οι ψηφοφόροι απάντησαν σε εκείνο το «περηφανές» σαρανταένα τακατό. Στους μικρομεσαίους και τους επαγγελματίες η πτώση ήταν δυναμική. Θυμάστε πως πέρσι, αμέσως μόλις ξαναπήρε ψήφο να κυβερνήσει η ΝΔ, σχεδόν την επόμενη μέρα, σαν να τα είχε έτοιμα καιρό και να τα κρατούσε στο συρτάρι περιμένοντας τις εκλογές, εξαπέλυσε μέτρα σε ρυθμούς ένα μέτρο την ημέρα. Ανάμεσα σ’ αυτά και το νόμο για τη φορολογία των μικρομεσαίων, που τους διαλύει.

Με την ψήφο τους οι πολίτες απάντησαν επίσης στο πολεμικό ΝΑΤΟ και ΕΕ, στην πολεμική εμπλοκή της χώρας, τόσο στην Ουκρανία, όσο και στη Γάζα. Αλλά φυσικά και στο μπάζωμα των Τεμπών κ.λπ.

Το θέμα είναι πως αυτές οι πολιτικές είναι οι βασικές νεοφιλελεύθερες επιλογές του όλου συστήματος, με τους εγχώριους και τους υπερεθνικούς επιβήτορες να ομονοούν. Και άρα τα περιθώρια να κάνει πίσω ο Μητσοτάκης είναι πολύ περιορισμένα, γεγονός το οποίο μπορεί να προφητεύει μεγαλύτερη κρίση και αμφισβήτηση, τόσο από τους ψηφοφόρους και το λαό, όσο και από τα στελέχη του κόμματος.

Το δεύτερο ζήτημα του εκλογικού αποτελέσματος είναι η ισορροπία (σχεδόν ισοπαλία) της αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ), σε χαμηλά σχετικά ποσοστά, τα οποία, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορούν να δικαιολογηθούν μόνο από το γεγονός πως το κόμμα πέρασε μια ισχυρή κρίση και διάσπαση. Το αποτέλεσμα απλώς δηλώνει πως η αξιοπιστία των δυο κομμάτων, συμπληρωματικών στο σύστημα εξουσίας, δεν είναι στα καλύτερά της. Κι έτσι ξεκινούν εσωτερικές και εξωτερικές (εντός και εκτός των κομμάτων, εννοώ) πιέσεις για να τα «βρουν», σε μια κεντροαριστερή συμμαχία που θα μπορέσει να διεκδικήσει την κυβέρνηση. Με δεδομένη την φθορά και ενδεχομένως κρίση της ΝΔ το σύστημα έχει ανάγκη να διαμορφώσει την εναλλακτική του λύση.

Το τρίτο, όχι σε σειρά σημασίας, είναι η άνοδος των σχηματισμών της ακροδεξιάς, που συνολικά συγκεντρώνει ένα 20%. Αν εξαιρέσεις την μεγάλη άνοδο της «Ελληνικής Λύσης», στο σύνολο η άνοδος δεν είναι τόσο μεγάλη, σε σύγκριση με άλλες εκλογές. Αυτή η διαπίστωση χρησιμεύει για να κάνει κανείς μια νηφάλια εκτίμηση, καθώς ήδη από γνωστά επιτελεία (τα οποία δεν φημίζονται για τη δημοκρατικότητά τους, και δημοσιογραφούντες και δημοσιολογούντες ανάλογου πεδίου) εκπέμπονται φωνές σχεδόν πανικού: σπεύστε γιατί μας απειλεί η ακροδεξιά. Ενωθείτε όλοι για να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο. Και για τα ακροδεξιά μέτρα που παίρνουν οι κυβερνήσεις τα οποία γεννάνε και πολλαπλασιάζουν την ακροδεξιά σφυρίζουν σκοπούς επιδοκιμασίας. Το οποίο σημαίνει πως είναι άλλο να διαμαρτύρεται (ακόμα και) η Τατιάνα Στεφανίδου για την  ακροδεξιά και άλλο το Kommon. Προφανώς και δεν εννοούμε το ίδιο και προφανώς δεν μπορεί να συμπορευόμαστε…

Ας μου επιτραπεί ένας σχετικός προβληματισμός.

Τα αρκετά τελευταία χρόνια η μετανεωτερικότητα έχει αλλάξει πολλά από τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Σημαντικές συνέπειες έχει η μετατόπιση των κοινωνικών συγκρούσεων στο πεδίο της κουλτούρας και των ταυτοτήτων. Την επισήμανση αυτή έχουν κάνει ενδιαφέροντες μαρξιστές θεωρητικοί, όπως ο Φρ. Τζέημσον και ο Τέρι Ίγκλετον, οι οποίοι αναφέρονται σε «πολιτισμική στροφή».

Παραδοσιακά η κουλτούρα, σύμφωνα με τον Τ. Ίγκλετον «ήταν ένας τρόπος με τον οποίο μπορούσαμε να εντάξουμε τις μικρές μας ιδιαιτερότητες σε κάποιο πιο ευρύχωρο, καθολικό μέσο… και τώρα σημαίνει την επιβεβαίωση μιας συγκεκριμένης ταυτότητας – εθνικής, σεξουαλικής, τοπικής – και όχι την υπέρβασή της». Και όπως σχολιάζει εν συνεχεία ο Δ. Τζιόβας «Ωστόσο η κουλτούρα ως ταυτότητα ή διαφοροποίηση είναι συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα» (Δημ. Τζιόβα, Η Ελλάδα από τη χούντα στην κρίση, η κουλτούρα της μεταπολίτευσης, εκδόσεις Gutenberg).

Οπότε τα ζητήματα των ταυτοτήτων, όσο κι αν σε τελευταία ανάλυση ανάγονται στην ταξική και πολιτική σύγκρουση, μπαίνουν μπροστά από τις ταξικές αντιθέσεις και προτεραιότητες. Αυτή είναι ίσως μια σοβαρή εξήγηση της μειωμένης απήχησης που έχουν οι ταξικές πολιτικές των αριστερών κομμάτων και κινήσεων. Σε αυτή την περίπτωση ζητήματα όπως η θρησκεία, η πατρίδα, η αντίθεση στα έμφυλα ζητήματα, γίνονται πρωταρχικά ζητούμενα και αποχτούν ευρεία απήχηση.

Η νέα ακροδεξιά στηρίζεται πάνω σε αυτές τις «ταυτοτικές» αντιθέσεις, σε πολιτισμικές ιδέες καθαρότητας, ορθοδοξίας, πατριωτισμού, αντίθεσης στην ομοφυλοφιλία κ.λπ. Οπότε συλλέγει οριζοντίως ψηφοφόρους που δεν πείθονται πως η πολιτική και ταξική έκφραση κυριαρχεί και συμπυκνώνει τις συγκρούσεις της κοινωνίας. Αυτό εξηγεί και το πως η «Ελληνική Λύση», για παράδειγμα, κερδίζει μεν ψηφοφόρους από τη ΝΔ (8,5%) αλλά και από τον ΣΥΡΙΖΑ (6%) και από το ΠΑΣΟΚ (4,1%), ακόμη και (προφανώς λιγότερο) από την Αριστερά.

Το φαινόμενο, φυσικά, έχει ευρύτερη σημασία και αξία, οπότε χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Διότι τα παραγόμενα αποτελέσματα στην καθημερινή κοινωνική πράξη μπορεί να είναι πιο «φασιστικά» από την πολιτική θέση των ακροδεξιών κομμάτων.

Όσο για την Αριστερά, ένα μόνο σχόλιο. Ενδεικτικό των ρευμάτων του καιρού είναι πως οι σχηματισμοί που δημιουργούνται από τα δεξιά, κάποιος έτσι, κάποιος αλλιώς, κάτι μαζεύουν. Μερικοί, όπως η Λατινοπούλου, περισσότερο από το κάτι. Στην Αριστερά επικρατεί μια στασιμότητα, πολιτική, κοινωνική και διανοητική. Δεν είναι μια διαπίστωση την οποία χρειάζεται όλοι να σκεφτούμε, ακόμη κι αν οι εκλογές είναι ένα αστικό πανηγύρι που δεν ανατρέπει το σύστημα;

Πηγή: kommon.gr

από dromosanoixtos.gr

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια