Τα 50 χρόνια ζωής της κεντροαριστεράς (και το ερώτημα τώρα τι κάνουμε)

Δρομέας, γλυπτό του Κώστα Βαρώτσου

Το πρόβλημα δεν είναι ότι είναι παρωχημένη. Είναι ότι έχει καταστεί δομικώς αναξιόπιστη χωρίς να μπορεί να ριζώσει εκ νέου στον ελληνικό λαό.

Του Θέμη Τζήμα

Το να πούμε ότι ο Ιούλιος είναι ένας συμβολικός μήνας στην ελληνική πολιτική ιστορία αποτελεί κοινοτοπία. Ιούλιος του 1965 ήταν όταν γεννήθηκε ή συμπυκνώθηκε σε κάθε περίπτωση η μορφοποίηση της κεντροαριστεράς ως ηγεμονικής δύναμης στη χώρα. Φυσικά ήταν το ΕΑΜ εκείνο που έβαλε στην ίδια διεκδίκηση εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης κομμουνιστές, κεντρώους, ακόμα και δεξιούς, τα παλαιά και νέα λαϊκά στρώματα της κατοχής, γεννώντας νέες συνειδήσεις και πολιτικές συμπεριφορές. Αλλά μετά τον εμφύλιο και τη δεκαετία του ’50, έπρεπε να έρθουν οι νεότερες γενιές, το τριπλό επίδικο της εθνικής κυριαρχίας απέναντι στην Αμερικανοκρατία, της δημοκρατικής ομαλότητας απέναντι στο παλάτι, τον στρατό, το παρακράτος και της εξόδου των μη προνομιούχων από τη φτώχεια, ο ανένδοτος, η δολοφονία Λαμπράκη και τελικώς η αποστασία, προκειμένου η υπό διωγμό εαμική κληρονομιά να επανέλθει στο προσκήνιο αναβαπτισμένη σε «κεντροαριστερά». Η κεντροαριστερά υπήρξε πολύ πιο τρομακτική για το τότε κατεστημένο από ό,τι η παραδοσιακή κομμουνιστική αριστερά επειδή ακριβώς γκρέμισε στην πράξη τα σύνορα μεταξύ κέντρου και αριστεράς με σαφή την ιδεολογική και πολιτισμική ηγεμονία της δεύτερης.

Ίσως δε, η πιο ενδιαφέρουσα ειρωνεία της ιστορίας υπήρξε το γεγονός ότι στο επίπεδο της ηγεσίας αυτού του κινήματος, μάλλον άθελά του αναδείχθηκε ένας φανατικός αντικομμουνιστής: ο Γεώργιος Παπανδρέου. Η αλλεργία του τελευταίου προς την αριστερά και η σταθερή του προσήλωση στην επιβίωση του παλατιού τον οδήγησε σε συμβιβασμό άλλωστε και με τον βασιλιά Κωνσταντίνο ακόμα και ενώ η αποστασία εξελισσόταν. Η πολιτική και η ζωή όμως είναι πάντα γεμάτες αντιφάσεις. Η αιτία της ρήξης Παπανδρέου-Αμερικανών πρέπει να διδάσκεται σε όποια/-ον ασχολείται με την πολιτική στον Ελληνισμό: δεν ήταν οι ιδεολογικές πεποιθήσεις του Γεωργίου αλλά το γεγονός ότι δε συναίνεσε στη διχοτόμηση της Κύπρου όπως απαιτούσαν τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Το ότι πρόβαλε σε μια κρίσιμη στιγμή μια πατριωτική στάση απέναντι σε εκείνους που και σήμερα θεωρούν την Ελλάδα αποικία τους. Προφανώς, τα δημοκρατικά ανοίγματα της κυβέρνησης της ΕΚ δε βοήθησαν επίσης. Αλλά έπρεπε να εμφανιστεί στο προσκήνιο ο Ανδρέας Παπανδρέου με τον ριζοσπαστισμό του, να ακολουθήσει το «όχι» του Γεωργίου Παπανδρέου στο σχέδιο Άτσετσον για να έρθει η αποστασία, ο «Ανένδοτος ΙΙ» και να μορφοποιηθεί σε λαϊκή κλίμακα η κεντροαριστερά. Στον πυρήνα της, η κεντροαριστερά ήταν λαϊκός πατριωτισμός, δημοκρατία, αναδιανομή πλούτου και κοινωνική απελευθέρωση. Μόλις 16 χρόνια μετά αλλά μετά από μια χούντα και την προδοσία της Κύπρου θα γινόταν όχι απλώς κυβέρνηση αλλά η πλέον ηγεμονική και δημοφιλής, πολιτική και ιδεολογική δύναμη που γνώρισε ποτέ ο Ελληνισμός.

Η περιπέτεια του ΠΑΣΟΚ είναι η περιπέτεια της κεντροαριστεράς. Μιας κεντροαριστεράς στην οποία όσο περισσότερο κυριαρχούσε η κεντρώα όψη της, όσο αποστασιοποιούνταν από τον αντί- ιμπεριαλισμό, από την ολοκληρωμένη δημοκρατία και από την κοινωνική δικαιοσύνη/απελευθέρωση, τόσο έχανε από πλευράς φρεσκάδας και πειθούς. Δεν είναι το παρόν άρθρο κατάλληλο να αναλύσει την πορεία του ΠΑΣΟΚ και της κεντροαριστεράς. Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι στο περιβάλλον του ’90 και των αρχών της πρώτης δεκαετίας του 2000, με το νεοφιλελευθερισμό να φαντάζει ασταμάτητος (ενώ στην πραγματικότητα το τέλος του φαινόταν) και τις ΗΠΑ μαζί με την Ε.Ε. μονόδρομο (με τη βοήθεια πολλών χρημάτων και οργανικών διανοουμένων ενώ ο αναδυόμενος κόσμος ήδη σχηματιζόταν) η κεντροαριστερά επέλεξε να μετατρέψει σε μουσειακά εκθέματα όσα την κατέστησαν σημαντική και ηγεμονική.

Το τέλος (μέχρι νεωτέρας;) της κεντροαριστεράς ήρθε πάλι έναν Ιούλιο με μια νέα αποστασία. Είχαν προηγηθεί το μνημόνιο του ΓΑΠ και η συγκυβέρνηση με την τότε ακροδεξιά και δεξιά αλλά η σκυτάλη, υπό την έννοια μιας τελευταίας (και μεγάλης για πολλούς, όχι για τον γράφοντα) ελπίδας είχε περάσει στον ΣΥΡΙΖΑ. Η αποστασία του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα και της τότε κυβέρνησης από το μεγάλο «Όχι» του ελληνικού λαού σε μια ιστορική αντιστροφή όσων είχαν συμβεί 50 χρόνια πριν, ο πολιτικός εξευτελισμός του χώρου και της έννοιας της αριστεράς και η αξιοθρήνητη δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τελείωσαν την κεντροαριστερά, τουλάχιστον μέχρι νεωτέρας. Μπορεί να χρησιμοποιούμε τον όρο προκειμένου να συνεννοούμαστε αλλά ως ζωντανή πραγματικότητα λέει ελάχιστα στον ελληνικό λαό, τουλάχιστον σε μαζική κλίμακα. Αυτά που ζούμε τη δεκαετία μετά το 2015 με τις απανωτές ήττες του ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα (και πλέον του Κασσελάκη) και με την καχεξία του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δεν είναι παρά ο απόηχος του τέλους (μέχρι νεωτέρας;) της κεντροαριστεράς.

Δεν είναι ότι τα ιστορικά της επίδικα είναι εκτός επικαιρότητας: σε συνθήκες παγκοσμίου πολέμου, δραματικών δημοκρατικών περιορισμών, ανεξέλεγκτης ληστρικής ολιγαρχίας, οξυμένων ανισοτήτων, σύμφυσης μαφίας-παρακράτους, αμερικανοκρατίας σε βαθμό μετατροπής της Ελλάδας σε ιδιότυπη αποικία, είναι πολύ δύσκολο να πει κανείς ότι ο ιδεολογικός πυρήνας της κεντροαριστεράς είναι ξεπερασμένος. Δεν είναι βεβαίως επαρκής: οι νέες τεχνολογίες, η ένταση του κινδύνου πυρηνικού πολέμου, οι πληθυσμοί σε κίνηση, ο βαθμός όξυνσης των ανισοτήτων με πιθανή ακόμα και τη βιολογικοποίησή τους, η κλιματική αλλαγή, ο ταυτοτικός υποκειμενισμός (woke ατζέντα) δημιουργούν νέες προκλήσεις. Πρόκειται μάλιστα για καταλυτικής σημασίας μετασχηματισμούς.

Ωστόσο το πρόβλημα με την κεντροαριστερά ή για να είμαστε ακριβέστεροι (κέντρο-)αριστερά δεν είναι ότι είναι παρωχημένη. Είναι ότι έχει καταστεί δομικώς αναξιόπιστη: οι δομές της, τα πρόσωπά της, οι εξαρτήσεις της δεν της επιτρέπουν να παράξει την αναγκαία θεωρία και να ριζώσει εκ νέου στον ελληνικό λαό. Το ίδιο παρεμπιπτόντως ισχύει και για την πέραν αυτής, αριστερά αλλά εκεί δε φαίνεται να ενοχλείται κανείς.

Τι θα γίνει λοιπόν από εδώ και πέρα; Επί της αρχής, το γεγονός ότι τα εσωτερικά των δύο κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ) εξακολουθούν να απασχολούν ευρύτερες δυνάμεις και στρώματα του ελληνικού λαού είναι παρήγορο. Η απόπειρα ακόμα μεγαλύτερου ελέγχου των εσωτερικών εξελίξεών τους όπως περιγράψαμε σε προηγούμενο άρθρο επίσης είναι θετική: αποδεικνύει από την άλλη πλευρά, ότι το σύστημα εξουσίας εξακολουθεί να θεωρεί αυτόν τον χώρο σημαντικό. Επίσης δείχνει ότι ίσως υπάρχει περιθώριο ακόμα να διαμορφωθεί εκ νέου μια σοσιαλιστική πτέρυγα μέσα στα εν λόγω κόμματα, μέσα από συγκρουσιακές ιδεολογικώς και πολιτικώς διαδικασίες. Έχουν δίκιο όμως όσοι βλέπουν ένα περιορισμένο όριο ακόμα και αν μια τέτοια τακτική διαμόρφωσης αριστερής πτέρυγας υλοποιηθεί, όπως η περίπτωση Κόρμπιν έδειξε. Αυτό που χρειάζεται είναι η αναβάθμιση της κεντροαριστεράς σε μια σύγχρονη λαϊκό-απελευθερωτική, σοσιαλιστική παράταξη: απελευθερωτική εθνικώς από τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ, πολιτικώς από μια αυταρχική αστική δημοκρατία, οικονομικώς από την ολιγαρχία και το υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού- πολεμικής οικονομίας, πολιτισμικώς από το λούμπεν και τη woke ατζέντα. Σοσιαλιστική υπό την έννοια της αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών προς την κατεύθυνση ενός ανθρωποκεντρικού μοντέλου ισότητας, δυνατοτήτων για όλους και κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής επειδή αυτές οι συνθήκες δεν είναι μόνο εφικτές αλλά και αναγκαίες προκειμένου να μην κατευθυνθούμε σε κάποια εκδοχή απάνθρωπου μετά- ανθρωπισμού.

Όλες και όλοι όσοι διαχωρίσαμε τη θέση μας από όσα έκαναν το τότε ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ με τα μνημόνια, καλούμαστε επομένως να τοποθετηθούμε σε ένα ζήτημα τακτικής αλλά μεγάλης σημασίας: σήμερα, στη δεδομένη φάση ιστορικής εξέλιξης, κατά την οποία η κεντροαριστερά καθίσταται έστω με στρεβλό τρόπο πεδίο μάχης με στόχο τον περαιτέρω έλεγχό τους από το σύστημα εξουσίας, θα παρέμβουμε στις εσωτερικές διεργασίες των εν λόγω κομμάτων ή όχι; Η απάντηση δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε απλή. Χωρίς να είναι οι ιστορικές αναλογίες ίδιες θα πρέπει να σκεφτούμε ότι στη γέννηση της κεντροαριστεράς υπήρξε ένα μεγάλο μέρος της κομμουνιστικής αριστεράς το οποίο τακτικώς υποστήριξε έναν διώκτη της. Δε σημαίνει αυτό το ιστορικό προηγούμενο ότι πρέπει να λάβει χώρα απαραιτήτως επιστροφή στον ΣΥΡΙΖΑ ή στο ΚΙΝΑΛ αλλά σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να την αποκλείει χωρίς δεύτερη σκέψη.

Η απόφαση όμως σε κάθε περίπτωση, είτε προς τη μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση είναι δύσκολη αλλά και σημαντική, επειδή το σύστημα εξουσίας εμφανίζει ρωγμές ξανά. Η απόφαση είναι μπροστά μας και η ανάγκη επιτακτική. Όπως και να έχει, θα είναι κρίμα πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις ριζοσπαστικές να αρνηθούν να τοποθετηθούν πάνω στην ανάγκη.

Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ

από dromosanoixtos.gr

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια