Του Γιώργου Βοσκόπουλου
Μία ανάλυση του Le Monde diplomatique με τίτλο “L’impossible démocratie de marché” αναδεικνύει παθογένειες και ανεπάρκειες της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Στο άρθρο επισημαίνεται: «Η δημοκρατία δεν πάει καλά…Από τη ριζοσπαστοποίηση των άκρων στην αδυναμία έναντι της άσκησης οικονομικής βίας…Ο καπιταλισμός οικοδομείται στην αποστασιοποίηση της οικονομίας από την πολιτική, κάτι που τον καθιστά θεμελιωδώς αντι-δημοκρατικό».
Η κρίση που διέρχεται η Γαλλία είναι πρωτόγνωρη, ωστόσο δεν πρόκυψε ως αερόλιθος εξ ουρανού. Η χώρα βρίσκεται σε μία διαρκή πολιτική ταλάντωση εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία. Η αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος, η βαθύτατη οικονομική κρίση καθώς και η κρίση αξιών και ταυτότητας της κοινωνίας δημιουργούν ένα κλίμα πρωτόγνωρης πολιτικής αστάθειας και αμφισβήτησης.
Με παρεμβάσεις μου ήδη από το 2013 (και στη συνέχεια το 2023) είχα επισημάνει ότι «η κρίση στη Γαλλία και τον κόσμο αντανακλά την παγκόσμια κρίση του καπιταλιστικού συστήματος(αυτό πέρα από κάθε ιδεολογική τοποθέτηση). Το αφήγημα του δημοκρατικού καπιταλισμού καταρρέει. Ιστορικά και ιδεολογικά ο δημοκρατικός καπιταλισμός λειτούργησε στα πλαίσια του τρίπτυχου ελεύθερη αγορά, δημοκρατία, πλουραλισμός. Σήμερα οι συντελεστές της εξίσωσης εκλαμβάνουν νέα ειδικά βάρη ανατρέποντας την ισορροπία που μέχρι πρότινος καθιστούσε το δημοκρατικό καπιταλισμό ένα σύστημα και ιδεολογία που προσέφερε θεμελιώδη και παράπλευρα οφέλη σε πολίτες και επί μέρους κοινωνικο-οικονομικούς και πολιτικούς μικρόκοσμους.
Αυτό καθώς η ελεύθερη αγορά ως ανεξάρτητη μεταβλητή εκλαμβάνει ετεροβαρή σημασία σε βάρος των άλλων δύο (δημοκρατία, πλουραλισμός) και τις εκτοπίζει λειτουργικά. Ως αποτέλεσμα, θεμελιώδη προαπαιτούμενα της δημοκρατίας και του πλουραλισμού υπερκαλύπτονται είτε μέσω επιβολής αυταρχικών μοντέλων διακυβέρνησης είτε τη στήριξη τεχνοκρατικών ηγεσιών οι οποίες εφαρμόζουν μη ανθρωποκεντρικές πολιτικές διαχείρισης της κρίσης. Η δημοκρατία βρίσκεται σε συστημική κρίση στη γενέτειρα της την Ευρώπη και αυτό θέτει οντολογικά διλήμματα στους Ευρωπαίους πολίτες».
Στην περίπτωση της Γαλλίας σήμερα εξωτερικεύεται αυτό που ξεκίνησε 10 (τουλάχιστον) χρόνια πριν. Ο μεγάλος χαμένος της πτώσης της κυβέρνησης Μπαρνιέ δεν είναι ουσιαστικά ο ούτως ή άλλως αδύναμος πολιτικά Γάλλος πρωθυπουργός, αλλά ο ίδιος ο Εμανουέλ Μακρόν. Μη έχοντας αξιολογήσει ορθά τα σημαινόμενα της δεύτερης εκλογής του θεώρησε ότι θα μπορούσε να συνεχίσει να φέρεται ως θεσμικός ηγεμόνας, αν και η επικράτηση του προέκυψε από τη συσπείρωση ετερογενών και ως απεδείχθη θνησιγενών πολιτικά χώρων οι οποίοι συνεργάστηκαν με αποκλειστικό στόχο την αποτροπή ανόδου στην εξουσία της Μαρίν Λεπέν.
Κυβέρνηση μειοψηφίας και ελλιπούς νομιμοποίησης
Η επιλογή μίας κυβέρνησης μειοψηφίας από πλευράς του Γάλλου προέδρου ανέδειξε την ανικανότητα του να αντιληφθεί ότι ο ίδιος οδηγούσε τη χώρα σε μία άνευ προηγουμένου κρίση. Όλα αυτά τη στιγμή που το έλλειμα βρισκόταν στο 5,5% κάτι που καθιστούσε τη χώρα ευάλωτη στις θεσμικές πιέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για συμμάζεμα της οικονομίας. Και οι πιέσεις αυτές αναμένεται να εντατικοποιηθούν τη στιγμή που οι προβλέψεις θέλουν να φτάνει στο 6,1% το 2025.
Η οικονομική παράμετρος αποτελεί μαύρη τρύπα σε επίπεδο ισχύος της χώρας και την καθιστά αδύναμη έναντι των θεσμών της ΕΕ και της τεχνοκρατικής γραφειοκρατίας των Βρυξελλών. Αυτό λαμβάνει χώρα τη στιγμή που και η δεύτερη ηγέτιδα χώρα της Ένωσης, η Γερμανία, διέρχεται μία πολιτική κρίση. Με απλά λόγια και με βάση το περιγραφικό κλισέ που χρησιμοποιούμε στα αμφιθέατρα του πανεπιστημίου η «γαλλο-γερμανική ατμομηχανή» έμεινε από ατμό.
Ο Μακρόν έδειξε να μη διαθέτει πολιτικό ένστικτο και ορθολογικό κριτήριο όταν αποφάσισε να προωθήσει ένα “πολιτικό πραξικόπημα” και να μην αναθέσει τη δημιουργία κυβέρνησης στους πραγματικούς νικητές των γαλλικών εκλογών. Ουσιαστικά ο ίδιος κατέστησε τον Μισέλ Μπαρνιέ στόχο των πάντων. Η στοχοποίηση αυτή δεν αφορούσε μόνο τον προϋπολογισμό, τη λιτότητα, τη φτώχεια αλλά και την καταδίκη μίας επιλογής που υπερκάλυπτε το δημοκρατικό θέσφατο της διακυβέρνησης από εκπρόσωπο της πλειοψηφίας. Ο Γάλλος πρόεδρος δημιούργησε συνθήκες πάνδημης (πολιτικά) κατακραυγής που έφερε κοντά τις ετερογενείς πολιτικά δυνάμεις που κατακρήμνισαν την αδύναμη εκ των πραγμάτων, και στα μάτια πολλών, μη νομιμοποιημένη κυβέρνηση Μπαρνιέ.
Επί της ουσίας ο Γάλλος πρωθυπουργός οδηγήθηκε χωρίς όπλα σε μία κοινοβουλευτική μάχη την οποία δεν θα μπορούσε να κερδίσει. Θυσιάστηκε από τον Μακρόν, ηγέτη που φέρει εμφανή συμπτώματα πολιτικής fatigue. Λειτούργησε ως ένας αμέριμνα εποχούμενος ηγέτης περιορισμένων σήμερα προσδοκιών σε ένα πολιτικό ναρκοπέδιο οριοθετημένο από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις που είχαν σημαντικό αποτύπωμα αναγνώρισης και αποδοχής από την πλειοψηφία των Γάλλων ψηφοφόρων.
Ο Μπαρνιέ οδηγήθηκε στη θυσία μέσα από μία διαδικασία η έκβαση της οποίας αποτελούσε εξ αρχής μία αυτοεκληρούμενη προφητεία. Οι 331 βουλευτές σε σύνολο 577 που υπερψήφισαν την πρόταση μομφής συμφώνησαν (αν και συνιστούν ένα ετερογενές πολιτικά και ιδεολογικά σώμα) ότι ο προϋπολογισμός λιτότητας που έφερνε προς ψήφισμα ο Μπαρνιέ προκειμένου να αντιμετωπίσει το έλλειμμα δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτός. Καταψηφίστηκε από βουλευτές που τους χωρίζουν σημαντικές ιδεολογικές διαφορές, αλλά τους ένωσε μία συγκυριακή συναντίληψη για το τι θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό. Παρόμοιες συνθήκες ετερογενούς σύγκλησης είχαν παρουσιαστεί το 2005 όταν καταψηφίστηκε σε δημοψήφισμα η Συνταγματική Συνθήκη (“Ευρωσύνταγμα”). Και τότε μία ετερογενής πολιτικά και ιδεολογικά πλειοψηφία αρνήθηκε να αποδεχτεί την προτεινόμενη ευρωπαϊκή θεσμική πραγματικότητα.
Ο Μακρόν και το σύμπλεγμα του Λουδοβίκου
Στην ομιλία της πριν την ψηφοφορία για την καταψήφιση του προϋπολογισμού η Λεπέν ζήτησε την παραίτηση Μακρόν μιλώντας για έναν «ματαιόδοξο πρόεδρο που θέτει σε κίνδυνο το μέλλον της Γαλλίας». Επεσήμανε ότι «ο Ε. Μακρόν υπονόμευσε τα θεμέλια του έθνους τα τελευταία 7 χρόνια. Μόνο ο ίδιος μπορεί να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο με την παραίτηση του». Σε μία εκρηκτική διαδικασία εν μέσω αποδοκιμασιών από όσους στήριξαν τον Μπαρνιέ και επιδοκιμασιών από τους υποστηρικτές της Λεπέν, οΜπαρνιέ βρέθηκε χωρίς όπλα. Η λογική της ανάγκης να υπάρξει πολιτική σταθερότητα αλλά και η εμφανής αδυναμία του Γάλλου πρωθυπουργού να προσφέρει περισσότερα από ότι η πλειοψηφία στο Εθνικό Κοινοβούλιο απαιτούσε τον οδήγησε σε μία ήττα. Η απογοήτευση του εξωτερικεύτηκε με μία δήλωση που καταδείκνυε την αδυναμία του να προσφέρει περισσότερα από όσα είχε στη διάθεση του. Ουσιαστικά ο Ε. Μακρόν του είχε αναθέσει να πετύχει το ακατόρθωτο με αποτέλεσμα την πτώση του σε μόλις 90 μέρες.
Στο διάγγελμα του ο Μακρόν φάνηκε αλαζόνας και απέδωσε τις ευθύνες της κρίσης στους πολιτικούς του αντιπάλους δηλώνοντας ότι «δεν θα αναλάβει τις ευθύνες άλλων», αυτών που επέλεξαν να ρίξουν την κυβέρνηση Μπαρνιέ. Οι απαντήσεις που έλαβε είναι ενδεικτικές του εκρηκτικού κλίματος που κυριαρχεί. «Ένας πρόεδρος-σχολιαστής ανίκανος να αντιμετωπίσει το χάος που ο ίδιος δημιούργησε». «Ο γαλλικός λαός αξίζει σίγουρα κάτι καλύτερο από τον Μακρόν». «Ο Μακρόν προσβάλλει τους πάντες και πρέπει να φύγει». Την ίδια στιγμή ο Μελανσόν δήλωνε ότι «ο Μακρόν είναι η αιτία του προβλήματος και θα αναγκαστεί να παραιτηθεί υπό το βάρος των εξελίξεων.
Η γαλλική κοινωνία βρίσκεται σε μία κατάσταση θεμελιακής αμφισβήτησης των αξιακών οργανωτικών, διαχειριστικών προτύπων, ιδεολογικο-οικονομικών προτάσεων που στηρίζει ο Μακρόν. Η αποδοχή του προϋπολογισμού και η στήριξη της κυβέρνησης Μπαρνιέ θα αποτελούσε μία επιλογή εθελούσιας υποτέλειας.
Ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος στηρίζει εθνο-κρατικές αντιλήψεις, ενώ ένα άλλο μία πολιτική με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης. Η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης και η αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ελλειμάτων δημιουργούν ασύμμετρες πιέσεις σε επίπεδο διακυβέρνησης και επιλογές λιτότητας. Η πρόβλεψη για το έλλειμμα το 2025 είναι στο 6,1%, ενώ οι δηλώσεις «η Γαλλία δεν είναι Ελλάδα» δεν πείθουν τις αγορές ενώ αναμένεται η αντίδραση από το τεχνοκρατικό milieu της Κομισιόν. Το πιο πιθανό είναι να δοθεί χρόνος στο Παρίσι να επανέλθει σε μία πολιτική κανονικότητα. Αυτό από πλευράς Βρυξελλών και πιθανώς των αγορών. Ωστόσο η έλλειψη συναίνεσης στο πολιτικό σύστημα δημιουργεί πολλά ερωτηματικά.
Η Γαλλία σε εθνική κατάθλιψη
Στο βιβλίο της η «Η Καταστροφή του Δήμου, η λαθραία επανάσταση του νεοφιλελευθερισμού» η Brown Wendy αναλύει πτυχές ενός πολιτικο-οικονομικού φαινομένου που ενισχύει τις φυγόκεντρες δυνάμεις, κατακερματίζει κοινωνίες και δημιουργεί έναν homo economicus η μοίρα του οποίου καθορίζεται από παράγοντες που ο ίδιος δεν ελέγχει. Στην αξιολόγηση του βιβλίου ο John Clarke αναφέρεται στην προσπάθεια της να αναδείξει τα αδιέξοδα και τον ανορθολογισμό του νέο-φιλελευθερισμού που οδηγεί σε πολιτικές στρεβλώσεις υπό το βάρος αθέτησης «πολιτικών υποσχέσεων».
Η επιλογή του Μακρόν να προχωρήσει αιφνιδιαστικά σε εκλογές απεδείχθη μπούμερανγκ για τον ίδιο και την κυβέρνηση μειοψηφίας που επέλεξε. Στην παρέμβαση του πριν την ψηφοφορία στη Γαλλική εθνοσυνέλευση ο Μπαρνιέ επεσήμανε: «Δεν μπορώ να δεχτώ την αντίληψη ότι η θεσμική αποσταθεροποίηση φέρνει κοντά την πλειοψηφία των εκπροσώπων του λαού τη στιγμή που η χώρα μας διέρχεται μία βαθιά οικονομική, δημοσιονομική, πολιτική κρίση και κρίση αξιών». Η επισήμανση του έχει οντολογική αξία μόνο όσον αφορά τα πολλαπλά και αλληλένδετα επίπεδα κρίσης που διέρχεται η χώρα.
Ο ίδιος φέρεται να επεσήμανε στα μέλη της κυβέρνησης του μετά τη διαδικασία ότι «η σύνθεση αυτής της εθνοσυνέλευσης προκαλεί αισθήματα απελπισίας…εύχομαι στην επόμενη κυβέρνηση καλή τύχη». Αυτά τη στιγμή που η χώρα εισέρχεται σε αχαρτογράφητα ύδατα σε επίπεδο διακυβέρνησης, και διαχείρισης των ελλειμμάτων σε συνθήκες έλλειψης συναίνεσης.
Πρόσφατη έρευνα του IPSOS (2024) αναδεικνύει ένα σύνθετο πλαίσιο κοινωνικής δυσαρέσκειας. Το 38% θεωρεί ότι το σημαντικότερο πρόβλημα είναι η περιορισμένη αγοραστική δύναμη τους, ενώ το 55% δεν μπορεί να καλύψει τις βιοποριστικές του ανάγκες. Το 43% δηλώνουν θυμό για την πολιτική κατάσταση.
Τα παραπάνω δεν περιγράφουν ένα συγκυριακό φαινόμενο, αφού και κατά την περασμένη δεκαετία 7 στους 10 Γάλλους εκτιμούσαν ότι η χώρα τους βρίσκεται σε «εθνική κατάθλιψη» όχι μόνο λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά του συναισθήματος «απώλειας ταυτότητας», καθώς «τα θεμελιώδη συστατικά που την οικοδόμησαν από την Γαλλική Επανάσταση και μετά εκλείπουν ή βρίσκονται στα πρόθυρα της εξάλειψης». Την τελευταία δεκαετία η γαλλική κοινωνία διέρχεται μία σοβαρή κρίση εθνικής ταυτότητας, αξιών και αυτοπροσδιορισμού, παράμετροι που οδήγησαν στο σημερινό πολιτικό αδιέξοδο. Η πτώση της κυβέρνησης Μπαρνιέ είναι η αρχή της κρίσης και όχι η κορύφωση της. Μίας κρίσης που θα διαχυθεί χωρίς αμφιβολία και σε άλλα ευρωπαϊκά μέτωπα το 2025.
Πηγή: SLpress
0 Σχόλια
Tο kozanara.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.