Οι καταιγιστικές εξελίξεις που τέθηκαν σε κίνηση μετά την εγκατάσταση του Τραμπ στον Λευκό Οίκο προκαλούν τεκτονικές αναταράξεις στον παγκόσμιο ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό. Ήδη από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, άρχισε να κλονίζεται η κυρίαρχη θέση του αμερικανοκρατούμενου-δημοκρατικού καπιταλισμού και να αναδύεται ένα πολυπολικό μοντέλο οργάνωσης της παγκόσμιας καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων.
 
Η έκρηξη του ρωσοουκρανικού πολέμου απετέλεσε την εμπόλεμη έκφραση του ενεργειακού ανταγωνισμού μεταξύ “συλλογικής Δύσης” και Ρωσίας με άμεσο στόχο τον ενεργειακό πλούτο του Ντονμπάς, αλλά και το βλέμμα των θερμοκέφαλων στραμμένο στον τεράστιο πλούτο της Σιβηρίας. Το “ανατρεπτικό πρόγραμμα Τραμπ” οδηγεί τον παγκόσμιο ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό σε αχαρτογράφητα νερά, ιδίως στο κρίσιμο γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό επίπεδο, πολλώ μάλλον όταν, ενώ ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος φαίνεται να πνέει τα λοίσθια, το μεσανατολικό μέτωπο εμφανίζει μεγάλη αστάθεια, χωρίς να αποκλείεται μια νέα ανάφλεξη στο Ιράν μέσω στόχευσης από το Ισραήλ.
 
Ωστόσο, το νέο χαρακτηριστικό του ανα-συσχετισμού των ανταγωνιστικών ενδοκαπιταλιστικών δυνάμεων είναι η πρωτόγνωρη “εμφύλια διαμάχη” στο στρατόπεδο του δημοκρατικού καπιταλισμού μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ. Τούτο δε καθώς, η ΕΕ προσκολλημένη άβουλα και άκριτα στο – κυριαρχούμενο από την πολιτική του, εκφραζόμενου από τους δημοκρατικούς, βαθέως αμερικανικού κράτους, τόσο σε οικονομικο-πολιτικό και γεωπολιτικό, όσο και σε πολιτικοϊδεολογικό επίπεδο – βρίσκεται ξαφνικά να μετεωρίζεται σε ιστορικό κενό. 
 
Έτσι, πιο συγκεκριμένα, η ΕΕ τίθεται ενώπιον του δραματικού διλήμματος, είτε να αποτολμήσει μια αναμέτρηση με τις ΗΠΑ στα κρίσιμα διαφιλονικούμενα πεδία – δηλαδή να διεκδικήσει έναν αυτόνομο γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό ρόλο στο πλαίσιο του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού – είτε, συνεχίζοντας την πολιτική της πλήρους εξάρτησης από τις ΗΠΑ, να συνθηκολογήσει με τους νέους όρους λειτουργίας της “ευρωατλαντικής συναίνεσης”.
 
Βεβαίως θα μπορούσε ενδεχομένως να υπάρξει μια ενδιάμεση λύση, όπου η ΕΕ θα διατηρούσε μια “σχετική πολιτική αυτονομία”, όπως είναι η διατήρηση στοιχείων του stakeholder καπιταλισμού (Klaus Schwab) και της Woke κουλτούρας. Βεβαίως σε μια τέτοια περίπτωση θα ετίθετο το ερώτημα, αν τελικά υπάρχουν περιθώρια ή βαθμοί αυτονόμησης και στους τομείς αυτούς, ιδίως εφόσον η ΕΕ υλοποιήσει την εκφρασθείσα προθυμία της να αναλάβει την υποχρέωση αύξησης κατά 5% των αμυντικών δαπανών των εντασσόμενων στο ΝΑΤΟ χωρών-μελών της, επιβαρύνοντας με το σχετικό κόστος τους ευρωπαϊκούς λαούς. 
 
Kαταλύτης ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος 
 
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μεταξύ των παραγόντων που οδήγησαν στον εκλογικό θρίαμβο Τραμπ, παρά τις πλαστές δημοσκοπήσεις και τις δημοσιογραφικές Κασσάνδρες, υπήρξε και η υπόσχεση για τερματισμό του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Ενώ δε η πραγματοποίηση της σχετικής υπόσχεση φαινόταν να βραχυκυκλώνεται, προς τέρψιν της πολεμοχαρούς Δύσης, ως κεραυνός, πάντως όχι εν αιθρία, έπεσε η είδηση ότι ήδη έλαβε χώρα η πρώτη τηλεφωνική επαφή Τραμπ και Πούτιν.
 
Έτσι μια θεμελιώδης – με αγωνία αναμενόμενη από την φιλειρηνική, κυριαρχούμενη από αίσθημα αυτοσυντήρησης και κοινή λογική, παγκόσμια κοινή γνώμη – υπόσχεση του Τραμπ φαίνεται να έχει εισέλθει σε τροχιά υλοποίησης. Η τροπή αυτή αποτελεί μια βαριά και ντροπιαστική ήττα για το “βασιλικότερο του Αμερικανού βασιλέως”, ευρωπαϊκό κόμμα του πολέμου. Σημειωτέον ότι η ηγεσία του κόμματος αυτού είχε ήδη – από το πρόσφατο παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός – εκφράσει την ετοιμότητά του, σε περίπτωση απόσυρσης των ΗΠΑ από τον πόλεμο, να αναλάβει “ιδίαις δυνάμεις” την ευθύνη συνέχισής του, επιβαρύνοντας βεβαίως με το σχετικό τεράστιο κόστος τους δύσμοιρους ευρωπαϊκούς λαούς. 
 
Όπως ήταν επόμενο, η πρωτοβουλία Τραμπ προκάλεσε ισχυρό vertigo. Το δε γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι και εταίροι δεν είχαν την παραμικρή ενημέρωση, αντιμετωπισθέντες ως κομπάρσοι εξελίξεων – των οποίων έπρεπε να αποτελέσουν από τη φύση του πράγματος βασικούς παίκτες – προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, ανάμεικτες από ισχυρό κλονισμό, ταπείνωση, αγανάκτηση και θυμό. Μάλιστα οι πιο θερμοκέφαλοι κατηγόρησαν τον Τραμπ ότι προσχώρησε αμαχητί στο στρατόπεδο Πούτιν, θεωρώντας ως τελειωτικά απολεσθέντα τα κατακτηθέντα από τους Ρώσους ουκρανικά εδάφη!
 
Αποτελεί πράγματι παράδοξο φαινόμενο, η κατανόηση του οποίου χρήζει ίσως της βοήθειας ειδικών επιστημόνων, το γεγονός ότι η Ευρώπη δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι τα κερδηθέντα με αίμα από τους Ρώσους – κατοικούμενα βασικά από ομογενείς τους, εδάφη – δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ νικητή και ηττημένου. Πολλώ μάλλον όταν η τυχόν συνέχιση του πολέμου θα οδηγούσε πιθανότατα στην προσάρτηση νέων εδαφών, όπως του Χαρκόβου και της Οδησσού, παραδοσιακών, πάντως ρωσικών πόλεων.
 
Ο “σεισμός” Βανς 
 
Υπό την βαριά σκιά της πρωτοβουλίας Τραμπ πραγματοποιήθηκε στο Μόναχο η 61η Διάσκεψη για την Ασφάλεια. Εντός ενός ηλεκτρισμένου κλίματος το ιδιαίτερο ενδιαφέρον και η αγωνία επικεντρώνονταν στην ομιλία του αντιπροέδρου των ΗΠΑ, Βανς. Τούτο δε καθώς όλοι ανέμεναν αναλυτικότερη ενημέρωση και διευκρινίσεις για το σχέδιο Τραμπ για τον τερματισμό του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. 
 
Αντ’ αυτού ο Βανς, με τον κυνικό και ωμό τρόπο του, ως εκπρόσωπος του «νέου σερίφη» στον Λευκό Οίκο, αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ομιλίας του στην υπό διαμόρφωση νέα εξουσιαστική σχέση μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Ωστόσο, πέραν αυτού εξαπέλυσε μια άνευ προηγουμένου επίθεση κατά των ασκουμένων ευρωπαϊκών πολιτικών, ιδίως κατά της ασκούμενης φίμωσης του ελεύθερου λόγου και περιφρόνησης της λαϊκής βούλησης. 
 
Βεβαίως, όπως άλλωστε αναμένονταν, την αρχική “έκπληξη” και τον ισχυρό κλονισμό, την αγανάκτηση και τον θυμό ακολούθησαν οι φωνές αντίστασης, αποδοκιμασίας και απόρριψης των αιτιάσεων Βανς, διατρανώνοντας, υπό την καθοδήγηση του Ζελένσκι (!), την βούληση διεκδίκησης του αρμόζοντος ρόλου στην επίλυση του ουκρανικού ζητήματος. 
 
Ανεξαρτήτως της έκβασης της επίμαχης σύγκρουσης, οι σχέσεις ΗΠΑ-Ευρώπης εισήλθαν σε μια εξόχως κρίσιμη καμπή, όπου το προαναφερθέν δίλημμα αναπτύσσει μια δραματική δυναμική. Παρά τις πολεμικές ιαχές και τους λεονταρισμούς της ευρωπαϊκής ελίτ, το πιθανότερο σενάριο είναι μια, τηρουμένων ορισμένων προσχημάτων, συνθηκολόγηση της Ευρώπης, αδυνατούσας να σταθεί στην όντως σωστή πλευρά της ιστορίας, προς το συμφέρον της ίδιας και των πολιτικών της. 
 
Εγκλωβισμένη η Ελλάδα 
 
Η βαριά ήττα των θιασωτών του πολέμου και η κατάρρευση της λυσσαλέας, σχεδόν παρανοϊκής, αντιρωσικής προπαγάνδας και κατατρομοκράτησης των ευρωπαϊκών λαών, λόγω της επικείμενης (sic) προέλασης του ρωσικού στρατού στην Ευρώπη, έπληξε με ιδιαίτερη σφοδρότητα την χώρα μας. Μια χώρα η οποία, “υπείκουσα στη φωνή της ιστορίας”, ανέλαβε οιονεί ιεραποστολικά να ηγηθεί της αντιρωσικής εκστρατείας, κηρύσσοντας τον πόλεμο κατά της Ρωσίας και τασσόμενη υπέρ της παραπομπής του Πούτιν στο Ειδικό Ποινικό Δικαστήριο.
 
Η πολιτική αυτή όχι απλώς καταρρίπτει το ιδεολόγημα της θέσης στη “σωστή πλευρά της ιστορίας”. Αντιθέτως συνιστά κραυγαλέο δείγμα ανικανότητας, σωστής ανάγνωσης και ερμηνείας της, με αμετακίνητο πάντοτε γνώμονα την προάσπιση των εθνικών συμφερόντων. Ταυτοχρόνως δε αποτελεί κατάφωρη στρέβλωση της έννοιας και του νοήματος της διπλωματίας «ως τέχνης εξισορρόπησης ανταγωνιστικών συμφερόντων» και μετάλλαξή της σε «τέχνη ξεπουλήματος προς ένα συγκεκριμένο συμφέρον» (Βασίλειος Μαρκεζίνης) και, συνακόλουθα, παραβίασης της επιτακτικής εθνικής ανάγκης άσκησης πολυμερούς εξωτερικής πολιτικής. 
 
Μιας πολιτικής, η οποία ακόμη και κατά την πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο και καθ’ όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου – μη εξαιρουμένης της χουντικής εποχής – θεωρούσε αυτονόητες τις φιλικές σχέσεις με τη Ρωσία, τόσο τη σοβιετική όσο και την καπιταλιστική. Βεβαίως, η συμμετοχή μας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει σε καταδίκη της ρωσικής επίθεσης κατά της Ουκρανίας. 
 
Η υποχρέωση όμως αυτή δεν σημαίνει δουλική υποταγή στα ευρωατλαντικά συμφέροντα, αλλά εκπλήρωσή της εντός των ορίων των επιβαλλόμενων από το εθνικό συμφέρον, λαμβανομένων υπόψη της ιδιαιτερότητας των ελληνορωσικών σχέσεων, αλλά και των βαθύτερων γενεσιουργών αιτίων της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης. 
 
Οι καταιγιστικές εξελίξεις στο ρωσο-ουκρανικό μέτωπο καταδείχνουν με δραματικό τρόπο την κατάρρευση του υπερφίαλου όσο και ανιστόρητου αφηγήματος της κυβέρνησης, αλλά σε σημαντικό βαθμό και του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος της χώρας. Πάντως, ανεξαρτήτως της εξέλιξης των σχέσεων ΗΠΑ και Ευρώπης, ιδίως δε, εφόσον αχθεί σε αίσιο πέρας η αρξάμενη διαδικασία τερματισμού του πολέμου, η αλλαγή στάσης έναντι της Ρωσίας αποτελεί επιτακτική εθνική ανάγκη. 
 
Καθήκον δε της (όποιας) κυβέρνησης, αλλά και του όλου πολιτικού συστήματος είναι η αποκατάσταση των σχέσεων Ελλάδας και Ρωσίας. Βεβαίως, μια τέτοια μεταστροφή από την “βαρυχειμωνιά στην Άνοιξη” αποτελεί ένα άκρως δυσχερές, αλλά εξόχως σημαντικό για τα εθνικά συμφέροντα εγχείρημα, που πρέπει παντί σθενί να αναχθεί σε βασική επιδίωξη της εθνικής εξωτερικής, και όχι μόνο, πολιτικής.
 

από koukfamily.blogspot.com