Γράφει ο Θανάσης Κ.
Το Μεσοπρόθεσμο των επόμενων τεσσάρων ετών (2026–2029) είναι μια κωδικοποιημένη εικόνα της αδυναμίας που βιώνει η ελληνική οικονομία και της αναπτυξιακής ανεπάρκειας που συνεχίζει να επιδεικνύει η εφαρμοζόμενη οικονομική πολιτική.
ΔΕΝ χαράζει μια τροχιά ανάπτυξης για την επόμενη τετραετία.
Ουσιαστικά προσπαθεί να διαχειριστεί δύο ανάγκες:
–Πρώτον, ότι η ελληνική οικονομία, η οποία ως τώρα ωθείται με «ενέσεις ρευστότητας απ’ έξω» – το περιβόητο Ταμείο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας (RRF), που τελειώνει σε έξι μήνες – πρέπει να συνεχίσει σε συνθήκες όπου αυτές οι εξωτερικές «ενέσεις» δεν θα υπάρχουν πια.
Δεύτερον, ότι η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει το 2032 μια απότομη προσαύξηση χρέους (ύψους 40–50 δισεκατομμυρίων ευρώ) και πρέπει ως τότε να έχει μειώσει το υφιστάμενο ονομαστικό χρέος της, ώστε να μη κινδυνεύσει ξανά με χρεοκοπία.
Ας δούμε πιο αναλυτικά αυτές τις δύο «αθέατες» πλευρές του σημερινού Μεσοπρόθεσμου.
Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια (μετά το lockdown του Covid και μέχρι το 2024) κυρίως μέσα από εισροές περίπου 20 δισεκατομμυρίων ευρώ (από τα 36 που είχαν δεσμευτεί να δοθούν στην Ελλάδα). Η αύξηση ήταν σε ονομαστικούς όρους γύρω στα 52 δισεκατομμύρια, αλλά σε πραγματικούς (αποπληθωρισμένους) όρους ήταν μόλις 15, δηλαδή η πραγματική ανάπτυξη ήταν λιγότερη από το 30%.
Άρα, η ελληνική οικονομία δεν έχει ανακτήσει εσωτερική δυναμική για να ανατροφοδοτεί την ανάπτυξη.
Και τα προβλήματα από εδώ και στο εξής είναι δύο:
Τι θα συμβεί όταν, μετά το δεύτερο εξάμηνο της επόμενης χρονιάς, τελειώσουν οι εισροές από το Ταμείο Ανάκαμψης (RRF);
Και τι θα γίνει μετά το 2032, όταν προστεθούν στο χρέος περίπου 40 δισεκατομμύρια από τους κεφαλαιοποιημένους τόκους των μνημονιακών δανείων που ως τώρα δεν πληρώναμε, μαζί με τους τόκους επί των τόκων;
Αυτό είναι ένα ποσό που θα έφτανε γύρω στα 50 δισεκατομμύρια. Όμως, επειδή στο μεταξύ εξοφλήσαμε πρόωρα γύρω στα 21 δισ. (συν 5,5 δισ. που εξοφλήσαμε μόλις τώρα) από το GLF του πρώτου Μνημονίου, που έχει υψηλότερο επιτόκιο, η προσθήκη χρέους από τους κεφαλαιοποιημένους τόκους θα είναι γύρω στα 40 δισ. το 2032.
Κι αν ως τότε το ΑΕΠ μας δεν έχει αυξηθεί αρκετά, μπορεί το χρέος προς ΑΕΠ (που βελτιώνεται τα τελευταία χρόνια κυρίως λόγω πληθωρισμού) να εκτοξευθεί και πάλι.
Το Μεσοπρόθεσμο, λοιπόν, προσπαθεί να διαχειριστεί την ελληνική οικονομική πολιτική ενόψει της εξάντλησης του Ταμείου Ανάκαμψης (RRF), που ήταν ο κύριος μοχλός που την κινούσε ως τώρα – για να μην «καθίσει» απότομα από την επόμενη χρονιά.
Και ενόψει της προσθήκης χρέους έξι χρόνια από τώρα, για να μην γονατίσει απότομα τότε.
Κι ο τρόπος που το κάνει είναι εντελώς ανεπαρκής.
Δύο λέξεις-κλειδιά εδώ: Αδυναμία και Ανεπάρκεια.
Αδυναμία της ίδιας της οικονομίας και πλήρης ανεπάρκεια της οικονομικής πολιτικής.
Ας δούμε αμέσως τι προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο για την επόμενη τετραετία, με βάση τα δεδομένα και τις προβλέψεις του:
Το ονομαστικό ΑΕΠ του 2024 έκλεισε στα 237,6 δισ. ευρώ. Για το 2025, με πραγματική ανάπτυξη περίπου 2,1% και αποπληθωριστή κοντά στο 2,8%, η ονομαστική αύξηση διαμορφώνεται γύρω στο 5%. Άρα, το ονομαστικό ΑΕΠ του 2025, αφετηρία του Μεσοπρόθεσμου, διαμορφώνεται περίπου στα 249 δισ. ευρώ.
Στην άλλη πλευρά, το συνολικό ονομαστικό χρέος (της Γενικής Κυβέρνησης κατά Μάαστριχτ), πριν από την τελευταία αποπληρωμή του GLF, βρισκόταν κοντά στα 364 δισ. ευρώ. Με την αποπληρωμή των 5,5 δισ. που ολοκληρώνεται, το χρέος κλείνει περίπου στα 359 δισ. ευρώ.
Άρα, ξεκινάμε το Μεσοπρόθεσμο με:
• ΑΕΠ: ~249 δισ.
• Χρέος: ~359 δισ.
• Χρέος/ΑΕΠ: ~145%
(οι αριθμοί είναι στρογγυλοποιημένοι)
Αυτό είναι το πραγματικό σημείο εκκίνησης.
Τι προβλέπει το Μεσοπρόθεσμο μέχρι το 2029:
Ότι η κατανάλωση θα μειωθεί σε πραγματικούς όρους, και οι δημόσιες δαπάνες το ίδιο.
Ότι οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου θα μειωθούν κι αυτές, δραστικά μάλιστα, σε πραγματικούς όρους.
Και ότι οι έμμεσοι φόροι (ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης κ.λπ.) ΔΕΝ θα μειωθούν, συνεπώς η ακρίβεια θα διατηρηθεί.
Με βάση τις επίσημες προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου, η πραγματική ανάπτυξη επιβραδύνεται μετά το 2027, ενώ ο πληθωρισμός παραμένει βασικός μοχλός ονομαστικής μεγέθυνσης. Το αποτέλεσμα είναι ότι το ονομαστικό ΑΕΠ το 2029 εκτιμάται κοντά στα 290 δισ. ευρώ.
Αυτό σημαίνει συνολική ονομαστική αύξηση περίπου 41 δισ. σε τέσσερα χρόνια. Όμως εδώ βρίσκεται η κρίσιμη λεπτομέρεια: περίπου το 60% αυτής της αύξησης προέρχεται από τον πληθωρισμό, όχι από πραγματική ανάπτυξη.
Στο ίδιο διάστημα, το Μεσοπρόθεσμο προβλέπει ότι το χρέος θα υποχωρήσει στο ~119% του ΑΕΠ. Αν το ΑΕΠ είναι 290 δισ., αυτό αντιστοιχεί σε χρέος περίπου 345 δισ. ευρώ.
Δηλαδή:
• Από 359 → 345 δισ.
• Ονομαστική μείωση χρέους: ~14–15 δισ. ευρώ
Και εδώ αποκαλύπτεται κάτι που περνά σχεδόν απαρατήρητο:
όλη σχεδόν η ονομαστική μείωση του χρέους είναι η αποπληρωμή GLF (του χρέους από το πρώτο Μνημόνιο).
Όχι αποτέλεσμα δυναμικής ανάπτυξης.
Όχι αποτέλεσμα στρατηγικής απομόχλευσης.
Απλώς η συνέχιση μιας ήδη προγραμματισμένης αποπληρωμής.
Αυτό δεν είναι «Μεσοπρόθεσμο». Είναι η ελληνική οικονομία στον «αυτόματο πιλότο» των δανειστών.
Ακόμα και χρόνια μετά την «έξοδο από τα Μνημόνια».
Στο μεταξύ, μετά τα μέσα του 2026, οι καθαρές εισροές από το RRF μειώνονται δραστικά. Το Μεσοπρόθεσμο ΔΕΝ προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα του πώς θα συνεχίσει να αναπτύσσεται η ελληνική οικονομία με λιγότερες «ενέσεις απ’ έξω» και μικρότερο πληθωρισμό.
Προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα του πώς θα διατηρηθούν οι δημοσιονομικές ισορροπίες, κυρίως:
• με διατήρηση υψηλών έμμεσων φόρων,
• με συγκράτηση δαπανών σε πραγματικούς όρους,
• με την υπόθεση «ήπιου» πληθωρισμού.
Εδώ, όμως, υπάρχει μια εσωτερική αντίφαση: οι υψηλοί έμμεσοι φόροι και οι φόροι ενέργειας ενισχύουν το mark-up pricing, άρα τροφοδοτούν την ακρίβεια. Την ίδια στιγμή, μόνο από τη μείωση της αγροτικής παραγωγής προεξοφλούνται ήδη νέα κύματα ακρίβειας.
Το Μεσοπρόθεσμο βασίζεται στον πληθωρισμό για έσοδα, αλλά υποθέτει ότι αυτός δεν θα ξεφύγει. Αυτό δεν είναι «σχέδιο», είναι ευσεβής πόθος.
Το αποτέλεσμα είναι χαμηλοί ρυθμοί πραγματικής ανάπτυξης, οι οποίοι ομολογούνται ευθέως, αλλά κινδυνεύουν να είναι ακόμη χαμηλότεροι.
Τι ΔΕΝ κάνει το Μεσοπρόθεσμο (και γιατί αυτό είναι κρίσιμο)
Ο βραχυχρόνιος δανεισμός του Δημοσίου (που είναι και ο ακριβότερος) παραμένει άθικτος. Η αθέατη ασφυξία ρευστότητας συνεχίζεται.
Αντί, λοιπόν, να εξοφλήσει πρόωρα GLF, θα μπορούσε να μειώσει τον βραχυχρόνιο εσωτερικό δανεισμό, δηλαδή να χαλαρώσει την ασφυξία ρευστότητας μέσα στην Ελλάδα. Να μειώσει έντοκα γραμμάτια και repos.
Θα μπορούσε ακόμη να μηδενίσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου, ώστε να διοχετεύσει επιπλέον ρευστότητα στην εγχώρια οικονομία.
Και, αντί να διατηρεί υψηλούς έμμεσους φόρους, να τους μειώσει σταδιακά, ώστε να επιτύχει περισσότερη ανάπτυξη και λιγότερη ακρίβεια.
Αυτά τα τρία ΔΕΝ τα κάνει. Κι έτσι χάνει τη μάχη και του ρεαλισμού και της ανάπτυξης.
1. Ο βραχυχρόνιος δανεισμός
Ο βραχυχρόνιος δανεισμός αποτελείται από έντοκα γραμμάτια και repos. Το σύνολο αυτό βρισκόταν γύρω στα 24 δισ. ευρώ το 2014 (15 δισ. έντοκα και 9 δισ. repos).
Σήμερα βρίσκεται στα 42 δισ. ευρώ, κυρίως μέσω αύξησης των repos. Μια εξέλιξη που ξεκίνησε επί ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015, αλλά συνεχίστηκε και επί κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Πρόκειται για τεράστια απορρόφηση ρευστότητας από την εγχώρια οικονομία.
Το Μεσοπρόθεσμο δεν προβλέπει ουσιαστική μείωσή του. Αν, όμως, μειωνόταν ο βραχυχρόνιος δανεισμός κατά 10 δισ. ευρώ, σταδιακά σε τέσσερα χρόνια (αντί για πρόωρη αποπληρωμή GLF), θα απελευθερωνόταν ρευστότητα μέσα στη χώρα για επενδύσεις και κεφάλαιο κίνησης.
Χωρίς αυτό, η οικονομία θα εξακολουθεί να κινείται σε συνθήκες εσωτερικής πιστωτικής ασφυξίας.
2. Τα ληξιπρόθεσμα (arrears)
Η κυβέρνηση Σαμαρά βρήκε τα arrears στα 9,2 δισ. ευρώ και τα μείωσε στα 3,9 δισ. μέσα σε 2,5 χρόνια Μνημονίου.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρήκε το 2019 περίπου 2,5 δισ. ευρώ και σήμερα αυτά κινούνται κοντά στα 4 δισ. ευρώ — παρά τα «υπερπλεονάσματα».
Μέρος των υπερπλεονασμάτων που εμφανίζονται σήμερα είναι δαπάνες που απλώς δεν πληρώνονται. Αν τα arrears μηδενίζονταν σταδιακά, θα διοχετευόταν άμεσα ρευστότητα τουλάχιστον 4 δισ. ευρώ στην οικονομία.
Το θεμελιώδες λάθος
Το Μεσοπρόθεσμο επαναλαμβάνει ακριβώς το ίδιο λάθος με το πρώτο Μνημόνιο: αντιμετωπίζει φόρους και δαπάνες ως ανελαστικά, λογιστικά μεγέθη και όχι ως οικονομικά μεγέθη. Έτσι αγνοεί τους πολλαπλασιαστές.
Αν συνδυάσουμε:
• 10 δισ. μείωση εντόκων και repos,
• 4 δισ. εξόφληση arrears, έχουμε 14 δισ. καθαρής ρευστότητας στην τετραετία.
Με έναν συντηρητικό ονομαστικό πολλαπλασιαστή λίγο πάνω από το 2, αυτό σημαίνει περίπου 30 δισ. πρόσθετο ονομαστικό ΑΕΠ σε σχέση με το βασικό σενάριο.
Και αν αυτό συνδυαστεί με κλιμακωτές μειώσεις έμμεσων φόρων και φόρων ενέργειας, τότε:
• η ακρίβεια περιορίζεται,
• το πληθωριστικό σκέλος μικραίνει,
• και μεγαλύτερο μέρος της αύξησης γίνεται πραγματικό ΑΕΠ.
Δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από το σημερινό Μεσοπρόθεσμο, όπου το 60% της αύξησης είναι πληθωριστικό.
Και το πιο σημαντικό: με 30 δισ. περισσότερο ΑΕΠ το 2029, θα αποκτούσαμε πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο περίπου 12 δισ. ευρώ, ώστε να μειώσουμε και το GLF κατά 10 δισ., όπως προβλέπει το ίδιο το Μεσοπρόθεσμο.
Το αποτέλεσμα στο χρέος
Με το εναλλακτικό σενάριο:
• 10 δισ. από μείωση βραχυχρόνιου δανεισμού (έντοκα και repos),
• 10 δισ. πρόσθετη πρόωρη αποπληρωμή GLF στο τέλος,
το σύνολο της μείωσης φτάνει τα –20 δισ. ευρώ, σε σημαντικά υψηλότερο ΑΕΠ.
Έτσι, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μπορεί να προσεγγίσει το 104%, αντί για 119%.
Ο καλύτερος τρόπος για να μειώσεις τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ είναι να εξασφαλίσεις ταχεία ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ αύξηση του παρανομαστή, δηλαδή του ΑΕΠ, σε βάθος χρόνου.
Κι αυτό ΔΕΝ το κάνει το Μεσοπρόθεσμο.
Κι εκεί αποτυγχάνει. Όπως και το πρώτο Μνημόνιο.
Υστερόγραφα
ΥΓ 1. Στο DSA του ΔΝΤ το φθινόπωρο του 2014, εκτιμάτο ότι το ελληνικό χρέος θα έφτανε το 105% του ΑΕΠ το 2022. Δεν έφτασε ποτέ, λόγω της καταστροφής που ακολούθησε με τη «διαπραγμάτευση Τσίπρα» το 2015 και το τρίτο Μνημόνιο που επακολούθησε. Σήμερα, με αυτό το Μεσοπρόθεσμο, ο στόχος του 105% δεν είναι καν ορατός για το 2029.
ΥΓ 2. Το ίδιο το ΔΝΤ παραδέχθηκε το λάθος του Πρώτου Μνημονίου ήδη από το 2011 με την επιστολή Blanchard, και το διόρθωσε εν μέρει την περίοδο 2012–2015. Σήμερα, που υποτίθεται ότι βρισκόμαστε «εκτός μνημονίων», επαναλαμβάνεται ακριβώς το ίδιο λάθος.
Με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται και να επιδεινώνεται η αδυναμία της ελληνικής οικονομίας, η οποία καλείται πλέον να λειτουργήσει χωρίς «ενέσεις απ’ έξω», με συνεχιζόμενη ασφυξία ρευστότητας στο εσωτερικό, που γονατίζει τις επιχειρήσεις, και σε συνθήκες ενδημικής ακρίβειας, που γονατίζει τα νοικοκυριά.
Τελικά, ΔΕΝ μαθαίνουμε.
Κι αυτό είναι, ίσως, το χειρότερο απ’ όλα.

0 Σχόλια
Tο kozanara.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση.