Η πολιτική θεολογία των Χριστουγέννων κατά τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς


Ο άγιος Ιουστίνος βρέθηκε στη Δύση σε μια εποχή όπου ο πολύνεκρος Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε οδηγήσει σε μια αίσθηση κατάρρευσης του δυτικού πολιτισμού.

Του Διονύσιου Σκλήρη

Ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς (1894-1979) υπήρξε θεολόγος και φιλόσοφος εξαιρετικά επιδραστικός στη Γιουγκοσλαβία και τη Σερβία. Η σκέψη του διαμορφώθηκε εντός μεγίστων ιστορικών δραμάτων. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συμμετείχε στην υποχώρηση του σερβικού στρατού μέσα από τα όρη του Μαυροβουνίου και της Αλβανίας ως την Κέρκυρα, βλέποντας εκατοντάδες χιλιάδες συμπατριώτες του να χάνουν τη ζωή τους. Στο πλαίσιο αυτό γεννήθηκε η μοναστική του κλήση. Σπούδασε στην αγία Πετρούπολη της Ρωσίας, όταν κυοφορείτο η Ρωσική επανάσταση, και ήλθε σε επαφή με τη σκέψη του Αλεξέι Χομιάκοφ και των Σλαβόφιλων. Στη συνέχεια, κατά την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής για τον Ντοστογιέφσκι στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, επικέντρωσε στην κριτική, που ξεκινάει από τους Σλαβόφιλους και τη βλέπουμε κατ’ εξοχήν στο έργο του μεγάλου Ρώσου μυθιστοριογράφου, ότι ο παπισμός είναι η μήτρα των ολοκληρωτισμών, που χαρακτηρίζουν τα δυτικά πολιτικά συστήματα. Ο άγιος Ιουστίνος βρέθηκε στη Δύση σε μια εποχή όπου ο πολύνεκρος Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε οδηγήσει σε μια αίσθηση κατάρρευσης του δυτικού πολιτισμού, όπως τουλάχιστον ήταν γνωστός στην προηγούμενη «μπελ επόκ» ως θρίαμβος του επιστημονικού θετικισμού και των ιδεωδών του εκκοσμικευμένου Διαφωτισμού. Άνοιγε μια νέα εποχή ολοκληρωτισμών και ο άγιος Ιουστίνος ενδιαφέρθηκε περισσότερο για μια γενεαλόγησή τους.
Ταυτόχρονα, ανέπτυξε ένα έντονο έργο ευαγγελισμού στην περιοχή των Καρπαθίων, σε μέρη που σήμερα ανήκουν στη Σλοβακία και την Ουκρανία, αλλά και την Τσεχία και την Πολωνία. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έζησε ως έγκλειστος στη Μονή Τσέλιγιε, που κατέστη ένας πνευματικός φάρος σε χρόνους περιθωριοποίησης της Εκκλησίας. Προέβη σε πνευματικές γενεαλογήσεις των σύγχρονων ολοκληρωτισμών, ανάγοντάς τις σε κάθε ειδωλολατρική προσπάθεια να εντοπιστεί αντικαταστάτης του Θεού επί γης, είτε βικάριος, είτε χαλίφης, είτε και Ρωμαίος αυτοκράτορας κατά την αρειανική αιρετική πολιτική θεολογία, είτε δικτάτορας σε μια νεωτερική εκκοσμικευμένη εποχή. Η κριτική του επικεντρώνει συχνά στον ευρωπαϊκό ανθρωπισμό, με αφορμή το ιστορικό δράμα του λαού του Σερβίας και της χώρας της Γιουγκοσλαβίας. Πρόκειται, όμως, για μια κριτική που ασκείται εκ των ένδον από έναν άνθρωπο που ήταν μέτοχος του δυτικού πολιτισμού, με σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (1916). Η κριτική του συχνά γίνεται στο όνομα μιας ακόμη μεγαλύτερης ριζοσπαστικοποίησης εμβληματικών προταγμάτων της νεωτερικότητας, όπως η πρόοδος, η επανάσταση, ο ορθολογισμός, η χειραφέτηση, η ελευθερία, η ισότητα, η αδελφότητα και, εντέλει, η ενιαία ανθρωπότητα. Στο πλαίσιο αυτό προέβη σε μια θεολογία των Χριστουγέννων και της ενσάρκωσης του Θεού Λόγου που επικεντρώνει στη συνθετική Θεανθρωπινότητα του Θείου Βρέφους.

Κύριο ζήτημα αποτελεί η διαλεκτική σχέση ανάμεσα αφενός στο καταγωγικό έλλειμμα του εξατομικευμένου ανθρώπου, ο οποίος βιώνει μια ρήξη με το περιβάλλον του, και, αφετέρου, στη σύνθεση μιας ενιαίας ανθρωπότητας, η οποία, όμως, θα βασίζεται στην εξατομίκευση χωρίς να την αγνοεί. Για τον άγιο Ιουστίνο, οι δύο αλληλένδετες βάσεις αυτής της διαλεκτικής φιλοσοφίας είναι ο δυναμισμός και η καθολικότητα (sabornost). Ο δυναμισμός προκύπτει από το ότι το άτομο αναλαμβάνει την αφετηριακή του περατότητα, χωρίς να την αγνοεί ψευδαισθητικά. Μόνο διά της βιώσεως του πεπερασμένου χαρακτήρα του διανοίγεται ο νεωτερικός άνθρωπος στη συνάντηση με τη θεία ετερότητα στην κατεύθυνση της λογικής καθολικοποίησης. Η βασική στάση του αγίου Ιουστίνου είναι ότι ο φιλόσοφος είναι ένας μεγάλος νηστευτής, δηλαδή κάποιος ο οποίος ανοίγεται στην υπαρκτική πείνα και δίψα του και δεν προσπαθεί να τις καταλαγιάσει με εύκολα υποκατάστατα, ανθιστάμενος στον γρήγορο κορεσμό. Αν και υπάρχει το πλατωνικό προηγούμενο της Φιλοσοφίας ως παιδιού της Πενίας κατά τον Πλάτωνα (Συμπόσιον 202d8-204b7), η έμφαση αυτή του αγίου Ιουστίνου είναι εξόχως νεωτερική και σε συντονισμό με τους προβληματισμούς της εποχής του. Μπορούμε λ.χ. να θυμηθούμε τη σημασία που έχει στον Βιτγκενστάιν η σιωπή, ή το κίνημα της Φαινομενολογίας του Έντμουντ Χούσερλ, κατά το οποίο ο φιλόσοφος βάζει σε παρένθεση τις πληροφορίες για τα όντα, προκειμένου να διανοιγεί σε μια αυθεντική στάση προς τα πράγματα, η οποία δεν θα συνιστά ένα απλό γέμισμα του υποκειμένου του με πληροφορίες. Η εξέλιξη αυτής της σκέψης φτάνει μέχρι τη μεταμοντέρνα κατανόηση της φιλοσοφίας ως απομαθήσεως (unlearning), δηλαδή ως παραιτήσεως από την πληροφορία και την εξουσιαστική ισχύ της. Στον άγιο Ιουστίνο αυτή η στάση λαμβάνει το χριστιανικό περιεχόμενο της «νηστείας», κατά την οποία ο Χριστιανός καλείται κατ’ αρχήν να συμφιλιωθεί με τον πεπερασμένο χαρακτήρα του και να εντείνει μάλλον την πείνα του για το Απόλυτο αντί να την αμβλύνει. Το αντίθετο αυτής της ευλογημένης πείνας της νηστείας είναι στο ψυχολογικό επίπεδο ο κορεσμός και στο πνευματικό η ειδωλολατρία, δηλαδή ο συμβιβασμός με τα κλειστά υποκατάστατα της θείας υπερβατικής ετερότητας.

Για τον άγιο Ιουστίνο, οι θεμελιώδεις αρετές της χριστιανικής στάσης, όπως η προσευχή, η ταπεινοφροσύνη και η αγάπη, αποτελούν επίσης εμβαθύνσεις της εξατομίκευσης. Η προσευχή είναι η αναστοχαστική σκέψη, η οποία περιλαμβάνει τον εαυτό, αλλά τον διανοίγει στη θεία ετερότητα, καθιστάμενη μία αγαπώσα σκέψη. Η ταπεινοφροσύνη είναι ένα υπαρξιακό άδειασμα των πληροφοριών, των ιδιοτήτων και των εξουσιών του εαυτού, που θυμίζει την επ-οχή του Χούσερλ ή τη ναυτία του Σαρτρ, αλλά με τρόπο διάνοιξης σε μία μελλοντική πληρότητα που θα προσφερθεί από τον Θεό, ο Οποίος θα διαυγάζει το νόημα των όντων, όταν θα έχουμε απαλλαγεί διά της υπαρκτικής νηστείας από την ιδιοτελή χρήση τους. Πρόκειται για μια νεωτερική ερμηνεία του παραδοσιακού τριπτύχου κάθαρσις- φωτισμός- θέωσις, με τρόπο που συντονίζεται με τις ευαισθησίες της φαινομενολογίας και της ερμηνευτικής: Ο κόσμος που έχει δημιουργήσει ο Θεός είναι ένα κείμενο. Ο φιλόσοφος καλείται να τον ερμηνεύσει, απεκδυόμενος διά της νηστείας και της ηθικής καθάρσεως από όλες τις φίλαυτες χρήσεις του, που θα συσκότιζαν λόγω του εγωισμού μια καθολική θεώρησή του. Ο φωτισμός είναι η διάνοιξη σε ένα διυποκειμενικό νόημα, που δεν αρνείται την περατότητα των ατόμων, αλλά τη συντονίζει, ενώ η θέωση είναι η τελική πραγμάτωση της καθολικότητας της ανθρωπότητας διά της ένωσης με τον Λόγο.

Η ερμηνευτική αυτή πρόσληψη από τον άγιο Ιουστίνο τον οδηγεί σε μια ριζοσπαστικοποίηση των νεωτερικών προταγμάτων της επαναστάσεως και της προόδου. Για τον άγιο Ιουστίνο νόημα έχει η οντολογική επανάσταση απέναντι στον θάνατο. Ενώ πρόοδος είναι η ένταση της επιθυμίας μας να προ-οδεύσουμε επέκεινα του θανάτου, στην καθολικότητα της ανθρωπότητας που θα έχει διαμορφωθεί, όταν θα έχει υπερβαθεί η διαίρεση του θανάτου μέσα, όμως, από την ανάληψη του αφετηριακού μας ελλείμματος (θανάτῳ θάνατον πατήσας). Η διυποκειμενικότητα στη σκέψη του αγίου Ιουστίνου είναι σταυροαναστάσιμη, γιατί σημαίνει αφενός την ανάληψη της εξατομίκευσης διά της διαίρεσης που προκαλεί ο θάνατος (θανάτῳ) και αφετέρου την εκ των ένδον υπέρβασή της διά της αγάπης (θάνατον πατήσας), έτσι ώστε μια νέα καθολικότητα (svejedinstvo) να διασώζει τη φυσική μας διαφορά με τη Θεότητα και την προσωπική μας ετερότητα την ίδια στιγμή της χαρισματικής περιχωρήσεως των φύσεων.
Αυτό θα συνιστούσε έναν γνήσιο σοσιαλισμό, καθώς και μια γνήσια κοινοτική ελευθερία, τα οποία σε αυτή τη ζωή βιώνονται προληπτικώς στην ευχαριστιακή ζωή και αγωνιστικώς μέσα από την ασυμβίβαστη πάλη για κοινωνική δικαιοσύνη και αδελφοσύνη, στα οποία είχε διακριθεί ο άγιος Ιουστίνος. Ο άγιος Ιουστίνος συμπεριλάμβανε στο προοδευτικό του όραμα και τον κόσμο των ζώων και των φυτών, προλαμβάνοντας το χειραφετητικό πρόταγμα της «ζωικής απελευθέρωσης». Έμπνευσή του ήταν ο κατά τον αββά Ισαάκ τον Σύρο ασκητής που προσεύχεται για τα ζώα έως και για τα ερπετά, διαισθανόμενος και το δικό τους δράμα της θνητότητας, ενώ ο άγιος Ιουστίνος συμπληρώνει ότι μπορούμε να καλέσουμε και το πτηνό ή το χορτάρι μετά τον Χριστό να μας «ελεήσουν».

Ως κατ’ εξοχήν ειδωλολατρία θεωρείται οποιαδήποτε πολιτική φιλοσοφία εκδέχεται ένα ανθρώπινο ον ως αντικαταστάτη του Θεού, είτε πρόκειται για τον χαλίφη στο σουνιτικό Ισλάμ, είτε για τον βικάριο Χριστού στον παπισμό, είτε και για τον βυζαντινό πολιτικό Αρειανισμό (και ημι-Αρειανισμό, όπως αυτόν του Ευσεβίου Καισαρείας, ο οποίος προσπάθησε να δικαιώσει τον χριστιανικό ρόλο του Ρωμαίου αυτοκράτορα με αιρετικές ημιαρειανικές θεολογικές προϋποθέσεις, οι οποίες δεν καταξιώθηκαν στη μετέπειτα θεολογική παράδοση). Ο άγιος Ιουστίνος στη συνέχεια διαγιγνώσκει το πώς η ειδωλολατρία του αλάθητου ατόμου στη συνέχεια εκκοσμικεύθηκε καθιστώντας ειδωλολατρικό αντικαταστάτη του Θεού το κάθε επιμέρους άτομο. Αυτή είναι μια κριτική προς τη νεωτερικότητα ως στρεβλή εκκοσμίκευση (λανθασμένων κατά τον άγιο Ιουστίνο) θεολογικών θεωρήσεων, στην οποία πάντως ο Σέρβος θεολόγος συντονίζεται με ρηξικέλευθους δυτικούς στοχαστές, όπως λ.χ. ο Καρλ Σμιτ, ο Μαξ Βέμπερ ή πρόσφατα ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν.

Είναι ενδιαφέρον το πώς η κριτική που ασκείται στην εξέλιξη της δυτικής σκέψης γίνεται στο όνομα μιας εναλλακτικής και πιο βαθιάς εκδοχής των ίδιων των αξιών της: Ο παπισμός, κλείνοντας ως ειδωλολατρία του αντικαταστάτη βικαρίου την πρόσβαση στον Θεό Λόγο, καθιστά αδύνατο έναν Θεανθρώπινο ανθρωπισμό ή Θε-ανθρωπισμό και ανοίγει τον δρόμο στον νατουραλιστικό ανθρωπισμό της Αναγέννησης ως αντίδραση. Στο γνωσιολογικό επίπεδο, το αντίστοιχο είναι ο εμπειρισμός ως νατουραλιστική αισθησιοκρατία, που κλείνει, όμως, την πρόσβαση στη βίωση του υπεραισθητού, οδηγώντας έτσι σε ένα πνεύμα υπερανάλυσης, το οποίο εμμένει στο επιμέρους και αποστεγνώνει επίσης τον άνθρωπο. Οι νοησιαρχικοί ηπειρωτικοί φιλόσοφοι από τον 17ο αιώνα αντέδρασαν σε αυτό, αναζητώντας μια νέα καθολική σύνθεση, όμως κατέστησαν το άτομο μέσω του καρτεσιανού «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» ένα αρχιμήδειο στήριγμα της φιλοσοφίας. Το αποτέλεσμα ήταν ένας σκληρός δυισμός που αποζωοποίησε τα ζώα, εκδεχόμενός τα ως μηχανές. Το να γίνεται το ανθρώπινο άτομο γνωσιολογικό έρεισμα της αλήθειας με υποβάθμιση της οντολογίας οδηγεί παραδόξως στην απανθρωπία, στην αποζωοποίηση των ζώων- μηχανών, αλλά και στη θεώρηση του ίδιου του ανθρώπινου σώματος ως μηχανής από πολλούς υλιστές του Διαφωτισμού. Η μακροπρόθεσμη συνέπεια είναι η τραγική οικολογική κρίση των ημερών μας, στους αντίποδες του Θεανθρώπου, ο οποίος ενσαρκώνεται και φέρει έτσι τόσο την ανθρώπινη όσο και τη ζωική και φυτική σωματικότητα και την υλικότητα.

Στη συνέχεια, ο γερμανικός ιδεαλισμός, αν και με τη δυναμική συνθετικότητά του μπορεί να θεωρηθεί ως πιο κοντά στο πνεύμα των Πατέρων, έχει το μειονέκτημα αφενός μιας κατακτητικής γνωσιολογικής σχέσης του υποκειμένου προς τον κόσμο και αφετέρου ενός συναφούς ναρκισσιστικού αλληλοκατοπτρισμού του υποκειμένου και του αντικειμένου κόσμου, χωρίς ένα κοινό οντολογικό έρεισμα. Η ανανεωμένη γερμανική βουλησιαρχία του Σοπενάουερ και του Νίτσε επαναλαμβάνει επίσης πολλές από τις διαισθήσεις των Ορθοδόξων Πατέρων για τον δυναμισμό του ανθρωπίνου θελήματος, ωστόσο σε συνδυασμό με τον Δαρβίνο οδηγεί σε βιολογισμό και σε απώλεια του ιδιαζόντως ανθρωπίνου. Ο άνθρωπος καθίσταται έτσι ένας εξαφανιζόμενος μέσος όρος ανάμεσα στο ζώο και στον υπεράνθρωπο, στους αντίποδες της χαλκηδονείου Χριστολογίας, η οποία πάντοτε διασώζει την ανθρώπινη φύση, την ίδια στιγμή που υπερβαίνεται ο θανατερός τρόπος υπάρξεώς της διά της Αναστάσεως. Ο βολονταρισμός γίνεται έτσι αφενός «πιθηκισμός», κατά μια προσφιλή έκφραση του αγίου Ιουστίνου και αφετέρου φασιστικός και ναζιστικός υπερανθρωπισμός.

Το μεγαλείο της σκέψης του αγίου Ιουστίνου είναι ότι έφερε το ευαγγέλιο του Θεανθρώπου στην ύστερη νεωτερικότητα και έτσι μίλησε για τα σύγχρονα αδιέξοδα: Για το δράμα του Υπερανθρώπου, όπου ο άνθρωπος θεωρείται ως μια εξέλιξη του ζώου, που πρέπει να εξαφανιστεί στον δρόμο για κάτι το ανώτερο (ο άγιος Ιουστίνος τα έγραφε αυτά μετά τη φριχτή εμπειρία του ναζισμού). Αλλά και για το δράμα να συνυπάρχει ο υπανθρωπισμός, ήτοι ένας βιολογικός αναγωγισμός που θεωρεί τον άνθρωπο ως εξελιγμένο πίθηκο, με έναν μετανθρωπισμό, ήτοι με το όραμα μιας νέας υβριδοποίησης αυτού του θεωρούμενου ως «εξελιγμένου πιθήκου» με την τεχνολογικά κατασκευάσματα. Τα τρία αυτά, υπανθρωπισμός, υπερανθρωπισμός και μετανθρωπισμός πάνε μαζί, το βλέπουμε σήμερα πιο διαυγώς από ποτέ. Αντιπρότεινε το ταπεινό Θείο Βρέφος, που σώζει την αναντικατάστατη ανθρώπινη φύση, όταν την ενώνει με τη Θεότητα και εκπληρώνει τα βασικά αιτήματα της νεωτερικότητας: Την επανάσταση ως υπέρβαση του κράτους του θανάτου· την πρόοδο ως επέκταση από δόξης εις δόξαν επέκεινα της θανατερής ανακυκλώσεως· τον ορθολογισμό ως λογοποίηση, ήτοι ως αποκάλυψη του λογικού νοήματος κάθε όντος· και την κοινή ενιαία ανθρωπότητα ως πραγμάτωση της καθολικότητας στην αναστημένη και αδιαίρετη ανθρώπινη φύση Του.

* Ο Διονύσιος Σκλήρης έχει σπουδάσει Φιλολογία, Φιλοσοφία, Θεολογία και Ιστορία στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Λονδίνου και Παρισίων. Έχει ασχοληθεί με το πρόβλημα του κακού, τον Μάξιμο Ομολογητή, τη λογοτεχνία και την τραπ.

Πηγή: ΚΟΣΜΟΔΡΟΜΙΟ

από dromosanoixtos.gr

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια